- Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία
- ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ-, η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων ιστορικών είναι γραμμένα σε πεζό λόγο και τα πρώτα δείγματά του, όπως άλλωστε και η συγγραφή του Ηροδότου, είναι σε διάλεκτο ιωνική, διότι οι Ίωνες, με το αναπτυγμένο εμπόριο και την έντονη ακτοπλοϊκή τους δραστηριότητα, ήρθαν σε επαφή με άλλους λαούς των οποίων τις συνήθειες ενδιαφέρονταν να εξερευνήσουν. Η ιωνική διάλεκτος παρέμεινε η διάλεκτος του γραπτού πεζού λόγου μέχρι την εποχή του Αντιφώντα, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί ιωνικοί τύποι απαντούν στο έργο του Θουκυδίδη.
Οι ιστορικοί της φιλολογίας χρησιμοποιούν τον όρο λογογράφος για να αναφερθούν σε εκείνους τους ερευνητές που προηγήθηκαν του Ηροδότου· αυτό τον όρο εισάγει ο Θουκυδίδης (1. 21), αναφερόμενος με τρόπο επικριτικό στην ερευνητική μέθοδο των προγενέστερων ιστορικών και κυρίως του Ηροδότου. Ο ίδιος ο Ηρόδοτος αποκαλεί τον Εκαταίο τον Μιλήσιο –το σημαντικότερο ίσως λογογράφο– λογοποιόν, εννοώντας ότι αυτός έγραψε σε πεζό λόγο. Ο Εκαταίος, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, καταγόταν από τη Μίλητο και υπήρξε μαθητής του Αναξιμάνδρου. Ο Ηρόδοτος αναφέρει (2. 143) ότι, σε ένα ταξίδι του στην Αίγυπτο, ο Εκαταίος υποστήριξε πως είχε δεκάξι προγόνους και ότι ο πρώτος από αυτούς ήταν θεός, πράγμα που αντέκρουσαν οι Αιγύπτιοι ιερείς. Μαθαίνουμε ότι προσπάθησε να εμποδίσει την ιωνική επανάσταση προβλέποντας την αποτυχία της και ότι αντιπρότεινε την αξιοποίηση του θησαυρού του Κροίσου για την κατασκευή ισχυρού στόλου. Ο Ηρόδοτος (4. 36) περιγελά όσους θεώρησαν ότι η γη είναι ένας δίσκος που περιβάλλεται από τον Ωκεανό, άποψη την οποία φαίνεται ότι ασπαζόταν και ο Εκαταίος, αν κρίνουμε από το χάρτη που σχεδίασε στο έργο του Γης περίοδος. Μια περιγραφή της γης περιείχαν τα δύο βιβλία που συνόδευαν το χάρτη και είναι γνωστά με τον τίτλο Περιήγησις. Τέσσερα βιβλία γενεαλογιών με τίτλο Γενηαλογίαι έχουν ως αντικείμενο τη διόρθωση διάφορων μύθων, όπως στην περίπτωση των πενήντα θυγατέρων του Δαναού, που τις περιορίζει σε είκοσι.
Ανάμεσα στους λογογράφους συμπεριλαμβάνονται ο Ακουσίλαος από το Άργος και ο Φερεκύδης ο Αθηναίος. Και οι δύο έγραψαν σε ιωνική διάλεκτο και ασχολήθηκαν με την επική ποίηση· για τον πρώτο γνωρίζουμε ότι μετέγραψε γενεαλογικό υλικό από τον Ησίοδο σε πεζό λόγο.
Στον Ελλάνικο τον Λέσβιο (480-395 π.Χ.) αποδίδονται πέντε έργα μυθογραφίας, η Φορωνίς, η Ατλαντίς, η Ασωπίς, η Δευκαλιωνεία και τα Τρωικά, που είχαν ως στόχο τη συγκέντρωση και την οργάνωση μυθολογικού υλικού το οποίο είχαν επεξεργαστεί προγενέστεροι μυθογράφοι. Επίσης, έγραψε έργα με εθνογραφικό περιεχόμενο, που αφορούσαν τόσο ελληνικούς, όσο και ξένους τόπους· ανάμεσά τους, τα Αιγυπτιακά, τα Κυπριακά, τα Λεσβιακά, τα Αργολικά. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει το έργο του Ατθίς, που διαιρείται σε δύο βιβλία και έχει ως θέμα την τοπική ιστορία της Αθήνας. Το έργο αυτό βασίζεται σε μια διαδοχή Αθηναίων βασιλιάδων και επώνυμων αρχόντων. Με το έργο Ατθίς, ο Ελλάνικος εγκαινίασε ένα ξεχωριστό είδος συγγραφής το οποίο συνέχισαν και άλλοι ατθιδογράφοι. Σε αυτόν αποδίδονται και τα έργα για τους Καρνεονείκες (νικητές των Καρνείων) και τις ιέρειες της Ήρας (στο Άργος), με τα οποία προσπάθησε να διαμορφώσει μια στέρεη βάση κοινής χρονολόγησης.
Ελάχιστες πληροφορίες έχουμε για τον «πατέρα» της Ιστορίας, όπως τον αποκάλεσε ο Κικέρωνας, τον Ηρόδοτο· καταγόταν από την Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας, μια δωρική αποικία η οποία την εποχή του Ηροδότου βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Περσών. Καρικά ονόματα έφεραν ο πατέρας του, Λύξης, και ο εξάδελφός του, Πανύασσης, ο οποίος ήταν επικός ποιητής. Φαίνεται ότι ο Ηρόδοτος έλαβε μέρος σε πολιτικούς αγώνες κατά του τυράννου Λύγδαμη, εγγονού της Αρτεμισίας, εξαιτίας των οποίων και οδηγήθηκε στην εξορία. Πήγε στη Σάμο και επέστρεψε σύντομα στην πατρίδα του όπου συνέβαλε στην ανατροπή του Λύγδαμη. Η ίδρυση της αποικίας των Θουρίων, το έτος 444-3 π.Χ., στη Σικελία, έφερε εκεί και τον Ηρόδοτο, καθώς και άλλες σημαντικές προσωπικότητες της εποχής, όπως τον Πρωταγόρα τον Σοφιστή, για τον οποίο μαθαίνουμε ότι ασχολήθηκε με το νομικό σύστημα της νέας πόλης, και τον πολεοδόμο Ιππόδαμο.
Σημαντικό μέρος του έργου του Ηροδότου καταλαμβάνουν οι περιγραφές λαών και τόπων τους οποίους ο ίδιος γνώρισε από κοντά. Πήγε στην Αίγυπτο –η «παρέκβαση» που σχετίζεται με αυτή τη χώρα εντοπίζεται στο δεύτερο βιβλίο της αφήγησής του–, στη Φοινίκη και τη Μεσοποταμία. Επισκέφτηκε επίσης τον Εύξεινο Πόντο και τη Βαβυλώνα. Τα ταξίδια αυτά, καθώς και η παραμονή του στην Αθήνα, συνήθως τοποθετούνται στο διάστημα ανάμεσα στην εξορία του από την Αλικαρνασσό και τη μετάβασή του στους Θουρίους. Την εποχή που ο Ηρόδοτος έφτασε στην Αθήνα, η πόλη διακρινόταν για πολυσχιδή και έντονη πολιτιστική δραστηριότητα. Είχαν ήδη εμφανιστεί οι Σοφιστές, με τις ρηξικέλευθες ιδέες τους σχετικά με την κοινωνία και το νόμο, ενώ στις μεγάλες γιορτές της πόλης παρουσίαζε τα έργα του ο Σοφοκλής. Αμφισβητείται αν ο Ηρόδοτος επέστρεψε στην Αθήνα προς το τέλος της ζωής του, πρόλαβε όμως τις αρχές του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Ο Ηρόδοτος συνθέτει την αφήγησή του στηριζόμενος σε διάφορες πηγές· θα πρέπει σίγουρα να χρησιμοποίησε υλικό από προγενέστερους συγγραφείς, για παράδειγμα τον Εκαταίο τον Μιλήσιο, τον οποίο εντούτοις αντιμετωπίζει με κριτική διάθεση. Αρκετές φορές αντλεί υλικό από γραπτές πηγές, όπως επίσημα έγγραφα, ενώ συχνές είναι και οι αναφορές του σε χρησμούς. Όμως, το σημαντικότερο ρόλο στην αφήγηση του Ηροδότου κατέχουν οι προφορικές παραδόσεις, οι ιστορίες τις οποίες άκουσε να του αφηγούνται στους τόπους που επισκέφτηκε και βεβαίως η αυτοψία, δηλαδή όσα είδε ο ίδιος. Την αυτοψία (όψις), που είναι η ασφαλέστερη πηγή γνώσης, ο Ηρόδοτος τη συνδυάζει με τη γνώμην, την προσωπική του κρίση και την ιστορίην, την προσωπική του έρευνα και αναζήτηση. Η προσωπική μαρτυρία είναι διακριτή από τους λόγους, την άκριτη δηλαδή παράθεση ιστοριών όπως τις άκουσε, χωρίς όμως να μπορεί να τις ελέγξει για την ακρίβειά τους, και έτσι συχνά ακούμε τον Ηρόδοτο να εκφράζει την αβεβαιότητά του για την αλήθεια όσων μας λέει.
Το έργο του Ηροδότου είναι χωρισμένο σε εννέα βιβλία, που αντιστοιχούν στα ονόματα των εννέα Μουσών. Στο πρώτο (Κλειώ) βρίσκουμε το προοίμιο, όπου ο συγγραφέας αναφέρει ότι αντικείμενό του είναι η αναζήτηση των αιτιών της διαμάχης ανάμεσα στους Έλληνες και στους Πέρσες. Έπειτα από μια μυθολογική προσέγγιση στο ζήτημα αυτό, προσδιορίζει το πραγματικό αίτιο της αντιπαλότητας, που κατά την κρίση του είναι ο Κροίσος, και με αφορμή αυτή την προσωπικότητα αναπτύσσει την ιστορία των Λυδών («Λυδικός λόγος»), για να επιστρέψει ξανά στους Πέρσες. Το δεύτερο βιβλίο (Ευτέρπη) ξεκινά με την εκστρατεία του Καμβύση στην Αίγυπτο και το μεγαλύτερο μέρος του καλύπτεται από τον «Αιγύπτιο λόγο», μιαν εκτεταμένη αναφορά στη γεωγραφία, τη θρησκεία και την ιστορία της Αιγύπτου, με πολλά εθνογραφικά στοιχεία. Το τρίτο βιβλίο (Θάλεια) περιγράφει την κατάκτηση της Αιγύπτου από τον Καμβύση, τη βασιλεία του Δαρείου και τη δομή του περσικού κράτους. Στο βιβλίο αυτό, εξιστορεί την επίθεση των Σπαρτιατών στη Σάμο και την κατάληψή της. Στο τέταρτο βιβλίο (Μελπομένη) βρίσκουμε το «Σκυθικό» και το «Λιβυκό λόγο». Το πέμπτο βιβλίο (Τερψιχόρη) ξεκινά με την κατάληψη της Θράκης από τους Πέρσες και ακολουθεί η ιωνική επανάσταση, που καλύπτει μέρος και του επόμενου βιβλίου. Και εδώ ο Ηρόδοτος προβαίνει σε παρέκβαση και έτσι βρίσκουμε σύντομους «λόγους» για τη Φρυγία, την Καρία, τον Ελλήσποντο και την Κύπρο. Στο έκτο βιβλίο (Ερατώ) περιγράφεται η πρώτη επιχείρηση των Περσών στην Ελλάδα και η μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ). Εδώ θα βρούμε τον «Αιγηνητικό λόγο», την αναφορά στους Αλκμεωνίδες –με αφορμή την υποτιθέμενη συνεργασία τους με τον εχθρό– και την περιγραφή του θανάτου του Μιλτιάδη. Στα υπόλοιπα τρία βιβλία (Πολύμνια, Ουρανία, Καλλιόπη) ο Ηρόδοτος αφηγείται τη δεύτερη εκστρατεία των Περσών στην Ελλάδα, με τα γνωστά γεγονότα στο Αρτεμίσιο, στις Θερμοπύλες, στη Σαλαμίνα και στις Πλαταιές και, τέλος, τη μάχη της Μυκάλης.
Ο Θουκυδίδης γεννήθηκε, πιθανώς, ανάμεσα στο 460 και το 455 π.Χ. Ήταν γιος του Ολόρου, ο οποίος είχε μεταλλεία χρυσού στο Παγγαίο της Θράκης. Ήταν πιθανότατα συγγενής του Κίμωνα, του οποίου ο παππούς ονομαζόταν επίσης Όλορος. Μεταξύ 430 και 427 π.Χ., αρρώστησε από το φοβερό λοιμό που ενέσκηψε στην Αθήνα και του οποίου τα συμπτώματα περιγράφει γλαφυρότατα ο ίδιος. Διατέλεσε στρατηγός το 424 π.Χ., σε ηλικία περίπου τριάντα ετών. Καθώς απέτυχε να σώσει την Αμφίπολη από τον Βρασίδα, οδηγήθηκε στην εξορία το χειμώνα του 424 π.Χ., για να επιστρέψει στην Αθήνα έπειτα από είκοσι χρόνια, όταν ο Πελοποννησιακός Πόλεμος είχε πια τελειώσει. Θα πρέπει να πέθανε περί το 400 π.Χ., αφήνοντας το έργο του ημιτελές.
Όπως μας λέει ο ίδιος ο συγγραφέας, τη συγγραφή του την ξεκίνησε με το ξέσπασμα του πολέμου, διαβλέποντας ότι θα ξεπερνούσε σε μέγεθος κάθε άλλο πόλεμο του παρελθόντος. Έτσι, ο Θουκυδίδης, αντίθετα από τον Ηρόδοτο, αφιέρωσε το έργο του σε ένα μόνο σημαντικό πόλεμο που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της ζωής του. Ο Θουκυδίδης άντλησε από γραπτές μαρτυρίες και προφορικές αφηγήσεις αξιόπιστων μαρτύρων, πηγές τις οποίες, όπως ο ίδιος δηλώνει, χρησιμοποίησε με κριτική διάθεση. Όσον αφορά πολλά από τα γεγονότα που απαντούν στην ιστορία του υπήρξε ο ίδιος αυτόπτης μάρτυρας, ενώ για όσα δεν διαθέτει μαρτυρίες, όπως για περιστατικά που ανήκουν στο χώρο του μύθου, χρησιμοποιεί το εικός, δηλαδή το εύλογο ή αλλιώς το πιθανό, με στόχο να πλησιάσει όσο περισσότερο γίνεται στην τεκμαρτή αλήθεια.
Σημαντικό μέρος της ιστορίας του Θουκυδίδη καταλαμβάνουν οι δημηγορίες. Σε αυτές, ο ιστορικός παρουσιάζει τους λόγους που εκφώνησαν μεγάλοι ηγέτες, όπως για παράδειγμα ο Νικίας και ο Αλκιβιάδης, σε σημαντικές πολιτικές περιστάσεις. Δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι οι λόγοι αυτοί αναπαράγονται πιστά από τον ιστορικό: άλλες τις άκουσε ο ίδιος και άλλες του τις αφηγήθηκαν τρίτα πρόσωπα· αποδίδοντας δραματική ένταση στο λόγο του, ο Θουκυδίδης διαμορφώνει τις δημηγορίες εικάζοντας τι θα ήταν πιθανότερο να είχε πει ο κάθε ομιλητής. Ξεχωριστά από τις δημηγορίες θα πρέπει να εξεταστεί ο Επιτάφιος λόγος, γνωστός και ως Επιτάφιος του Περικλέους, που απαντά στο δεύτερο βιβλίο (35-46). Πρόκειται για τον εγκωμιαστικό λόγο που εκφώνησε ο Περικλής για τους πεσόντες στη μάχη κατά το πρώτο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου και ανήκει στο ρητορικό είδος των επιταφίων, των λόγων δηλαδή που εκφωνούνταν κατά τις δημόσιες ταφές από ομιλητές οι οποίοι διορίζονταν από την πόλη της Αθήνας.
Το έργο του Θουκυδίδη χωρίζεται σε οκτώ βιβλία και καλύπτει τον Πελοποννησιακό Πόλεμο από το ξέσπασμά του, το 431 π.Χ., μέχρι το έτος 411 π.Χ. Το πρώτο βιβλίο περιλαμβάνει την Αρχαιολογία, όπου βρίσκουμε μια σύντομη επισκόπηση της ελληνικής ιστορίας και μια αναφορά στο σκοπό της συγγραφής του και στις μεθόδους που χρησιμοποιεί για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Συνεχίζει με την εξέταση των αιτιών που προκάλεσαν το ξέσπασμα του πολέμου, η οποία διακόπτεται από την παρέκβαση (εκβολή), όπου ο ιστορικός αναφέρεται στα Μηδικά. Το πρώτο βιβλίο κλείνει με την παρουσίαση των διαπραγματεύσεων που προηγήθηκαν του πολέμου και, με αυτή την ευκαιρία, ο Θουκυδίδης ανατρέχει στο θάνατο του Παυσανία και σε εκείνον του Θεμιστοκλή. Το δεύτερο βιβλίο περιλαμβάνει την εξιστόρηση των τριών πρώτων ετών του πολέμου, ξεκινώντας από την επιδρομή των Θηβαίων στις Πλαταιές· τελειώνοντας την αναφορά του στα γεγονότα του πρώτου έτους, ο Θουκυδίδης παρεμβάλλει τον Επιτάφιο λόγο του Περικλή και αμέσως μετά περιγράφει τον τρομερό λοιμό που έπληξε την πόλη των Αθηνών κατά το δεύτερο έτος του πολέμου. Το τρίτο βιβλίο καλύπτει τα επόμενα τρία χρόνια του πολέμου και σε αυτό βρίσκουμε την περιγραφή των ειδεχθών αντιποίνων των Αθηναίων, που ακολούθησαν την αποστασία των Μυτιληναίων, την υποταγή των Πλαταιών στους Λακεδαιμονίους και το αιματοκύλισμα στην Κέρκυρα μετά την πτώση των ολιγαρχικών. Και το τέταρτο βιβλίο περιλαμβάνει τρία χρόνια πολέμου. Σε αυτό παρουσιάζονται η κατάληψη της Πύλου από τους Αθηναίους το 425 π.Χ. και η αιχμαλωσία των Σπαρτιατών στη Σφακτηρία, που οδήγησε στην απομάκρυνση του στρατού ο οποίος είχε καταλάβει την Αθήνα. Το πέμπτο βιβλίο περιλαμβάνει το θάνατο του Βρασίδα και του Κλέωνα, καθώς και τη σύναψη ειρήνης, που είναι γνωστή ως Νικίειος ειρήνη. Σε αυτό το βιβλίο εξιστορείται επίσης η μάχη της Μαντίνειας (418 π.Χ) και ο εξανδραποδισμός της Μήλου από τους Αθηναίους, με το συγκλονιστικό διάλογο ανάμεσα στους εκπροσώπους των δύο πόλεων, ένα τρομακτικό δείγμα ηγεμονισμού. Το έκτο βιβλίο παρουσιάζει την πρώτη φάση της σικελικής εκστρατείας. Δίνει μια εικόνα για την αντίληψη που είχαν οι Αθηναίοι για τη Σικελία και μαθαίνουμε ότι αφορμή για την εκστρατεία αυτή στάθηκε η επίκληση της Έγεστας στους Αθηναίους να προστρέξουν σε βοήθεια, ενώ πραγματική αιτία ήταν η πρόθεση των τελευταίων να καθυποτάξουν το νησί. Στο βιβλίο αυτό, εξάλλου, βρίσκουμε και τις δημηγορίες του Νικία και του Αλκιβιάδη: ο πρώτος παρουσιάζει με σύνεση τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι μια τέτοια επιχείρηση είναι παράτολμη, ενώ ο δεύτερος, φιλόδοξος και αρχομανής, παροτρύνει τους Αθηναίους να δράσουν αμέσως. Το έβδομο βιβλίο περιγράφει τη δεύτερη φάση των επιχειρήσεων στη Σικελία και την τελική πανωλεθρία των Αθηναίων το 413 π.Χ. Το όγδοο και τελευταίο βιβλίο (ημιτελές) ξεκινά με την κατάληψη της Δεκέλειας από τους Λακεδαιμονίους· ο Θουκυδίδης παρουσιάζει την ευνοϊκή για τους Σπαρτιάτες παρέμβαση των Περσών, την κατάληψη της εξουσίας από τους Τετρακοσίους, το 411 π.Χ., και την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Είναι αξιοσημείωτο ότι το τελευταίο αυτό βιβλίο δεν περιλαμβάνει καμία δημηγορία, πράγμα που ίσως θα πρέπει να αποδώσουμε στο γεγονός ότι ο Θουκυδίδης δεν πρόλαβε να το ολοκληρώσει.
Ο Θουκυδίδης έγραψε σε αττική διάλεκτο, με αρκετούς όμως ιωνικούς τύπους. Το ύφος του, ιδιαίτερα στις δημηγορίες, παρουσιάζει ομοιότητες με το ύφος ρητόρων της εποχής του Αντιφώντα και του Γοργία, και έτσι χαρακτηρίζεται από ευρεία χρήση ρητορικών σχημάτων, που είναι ιδιαίτερα εμφανής στον Επιτάφιο.
Ο Ξενοφώντας καταγόταν από το δήμο της Ερχιάς και η γέννησή του ανάγεται –χωρίς να είμαστε βέβαιοι– περί το 430. Προερχόταν από εύπορη οικογένεια, πράγμα που του επέτρεψε να ασχοληθεί με την ιππασία. Υπήρξε μαθητής του Σωκράτη και ο θαυμασμός του γι’ αυτό το φιλόσοφο διατυπώνεται συχνά στο έργο του. Στρατολογήθηκε ανάμεσα σε εκείνους που συμμετείχαν στην εκστρατεία του Κύρου εναντίον του αδελφού του, Αρταξέρξη Β’, και το 394 π.Χ. πολέμησε κοντά στον Κύρο και στους Σπαρτιάτες στη μάχη της Κορώνειας: αυτή η συνεργασία του τον οδήγησε στην εξορία και συγκεκριμένα στον Σκιλλούντα κοντά στην Ολυμπία, όπου οι Λακεδαιμόνιοι του παραχώρησαν ένα κτήμα σε ένδειξη αναγνώρισης για τις υπηρεσίες του. Το 370 π.Χ., οι Ηλείοι κατέλαβαν τον Σκιλλούντα και αναγκάστηκε να φύγει από το κτήμα, για να πάει στην Κόρινθο. Αργότερα ανακλήθηκε από την εξορία, αλλά παραμένει αβέβαιο αν επέστρεψε στην Αθήνα. Πέθανε μετά το 355 π.Χ.
Το έργο Κύρου Ανάβασις (ανάβαση=η πορεία προς την ενδοχώρα) είναι χωρισμένο σε επτά βιβλία και έχει ως αντικείμενο την εκστρατεία του Κύρου· στο έργο αυτό παρουσιάζεται η μάχη στα Κούναξα και η πορεία των στρατευμάτων προς τη Μαύρη Θάλασσα, που ακολούθησε το θάνατο του Κύρου. Το έργο περιέχει εθνογραφικό και γεωγραφικό υλικό, εντούτοις η χρονολόγησή του παραμένει αβέβαιη. Τα Ελληνικά, το σημαντικότερο ίσως έργο του Ξενοφώντα, συνεχίζει την εξιστόρηση του Πελοποννησιακού Πολέμου από εκεί που την είχε αφήσει ο Θουκυδίδης, δηλαδή στο έτος 411 π.Χ., και εκτείνεται μέχρι το 362 π.Χ. Το έργο χωρίζεται σε επτά βιβλία. Στην αρχή του βρίσκουμε τα γεγονότα του 411 π.Χ. και στο δεύτερο βιβλίο ο Ξενοφών παρουσιάζει την κατάληψη της εξουσίας από τους Τριάκοντα. Το έργο Αγησίλαος αποτελεί εγκώμιο του βασιλιά της Σπάρτης, ενώ το έργο Λακεδαιμονίων πολιτεία φέρει έντονα τα ίχνη του θαυμασμού του προς το σπαρτιατικό καθεστώς. Σημαντικό για την οικονομική ιστορία της Αθήνας είναι το έργο Πόροι, όπου ο Ξενοφώντας κάνει προτάσεις για την οικονομική εξυγίανση της πόλης· ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα τμήματα του έργου όπου ο συγγραφέας αναφέρεται στα μεταλλεία του Λαυρίου. Το έργο Κύρου παιδεία είναι χωρισμένο σε οκτώ βιβλία. Ουσιαστικά, ολόκληρο το έργο παίρνει τον τίτλο του από τα περιεχόμενα του πρώτου βιβλίου, το οποίο είναι αφιερωμένο στην αγωγή που έλαβε ο Κύρος. Το έργο έχει ως αντικείμενο την άνοδο του Κύρου στην εξουσία και δίνει μια εξιδανικευμένη εικόνα του μονάρχη. Το έργο Απομνημονεύματα, χωρισμένο σε τέσσερα βιβλία, περιλαμβάνει μια σειρά από συζητήσεις του Σωκράτη: εδώ είναι έντονος ο διδακτισμός και φανερή η τάση για επιφανειακή αντιμετώπιση ζητημάτων ηθικής. Ο Ξενοφώντας έγραψε, όπως και ο Πλάτων, μια Απολογία Σωκράτους και ένα Συμπόσιον.
Εκτός από τον Ξενοφώντα υπήρξαν και άλλοι ιστορικοί του τέταρτου αιώνα που επιχείρησαν να συνεχίσουν το έργο του Θουκυδίδη. Ο Θεόπομπος από τη Χίο (γεννήθηκε περί το 378 π.Χ.) ταξίδεψε στην Αίγυπτο και περασε ένα διάστημα στη βασιλική αυλή του Φιλίππου και στην Αθήνα. Στα ιστορικά του έργα συγκαταλέγονται τα Ελληνικά, σε δώδεκα βιβλία, όπου συνεχίζει τη διήγηση του Θουκυδίδη και φτάνει μέχρι τη ναυμαχία της Κνίδου (394 π.Χ.), και τα Φιλιππικά, σε πενήντα οκτώ βιβλία, που καλύπτουν τη ζωή του Μακεδόνα βασιλιά από τότε που ανέλαβε την εξουσία μέχρι το βίαιο θάνατό του (359-336 π.Χ.). Το έργο του σώζεται αποσπασματικά. Ο Έφορος, που καταγόταν από την Κύμη, γεννήθηκε στο πρωτο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ. Το έργο του Ιστορίαι, γραμμένο μετά το 350 π.Χ., αποτελεί την πρώτη παγκόσμια ιστορία και απαρτίζεται από τριάντα βιβλία που καλύπτουν το χρονικό διάστημα από την κατάληψη της Πελοποννήσου από τους Δωριείς μέχρι την άνοδο του Φιλίππου στο μακεδονικό θρόνο. Ο Αναξιμένης ο Λαμψακηνός, από τον οποίο αντλεί ο Έφορος, συγγραφέας του έργου Ρητορική προς Αλέξανδρον, έγραψε τα Ελληνικά –που έχουν ως αφετηρία μυθικά γεγονότα και καταλήγουν στη μάχη της Μαντίνειας–, τα Φιλιππικά και ένα έργο με τίτλο Τα περί Αλέξανδρον. Σημαντικοί ατθιδογράφοι της εποχής ήταν ο Κλείδημος, ο Φανόδημος και ο Ανδροτίων, πολιτικός αντίπαλος του Δημοσθένη, ο οποίος στο έργο του Ατθίς πραγματεύεται ζητήματα της αθηναϊκής ιστορίας μέχρι το 343 π.Χ.
Ο Τίμαιος σηματοδοτεί το πέρασμα από την αττική στην ελληνιστική ιστοριογραφία. Γεννήθηκε το 340 π.Χ. στη Σικελία, από όπου τον έδιωξε ο τύραννος Αγαθοκλής και έτσι πέρασε την υπόλοιπη ζωή του στην Αθήνα. Στο έργο του, στο οποίο έχουν αποδοθεί διάφοροι τίτλοι, πραγματευόταν την ιστορία της ελληνικής Δύσης και έφτανε μέχρι το 264 π.Χ. με τα βιβλία Περί Πύρρου, που αποτελούν προσθήκη. Το κύριο έργο του Τιμαίου αποτελείται από 38 βιβλία: τα πρώτα 33 φτάνουν μέχρι το 320 π.Χ. και τα υπόλοιπα πέντε μέχρι το θάνατο του Αγαθοκλή, περί το 289 π.Χ.
Ο Πολύβιος γεννήθηκε γύρω στα 200 π.Χ στη Μεγαλόπολη·από το 169 π.Χ. υπηρέτησε ως ίππαρχος και όταν οι Ρωμαίοι κατατρόπωσαν τα μακεδονικά στρατεύματα στη μάχη της Πύδνας, το 168 π.Χ., πήγε στη Ρώμη, όπου ανέπτυξε φιλία με τον Σκιπίωνα. Το 151 π.Χ. επέστρεψε στην Πελοπόννησο, αλλά σύντομα έγινε αυτόπτης μάρτυρας της πτώσης της Καρχηδόνας το 146 π.Χ. Ταξίδεψε στις δυτικές ακτές της Αφρικής με καράβια που του παραχώρησε ο Σκιπίωνας και γνώρισε την Ισπανία,τη Γαλατία και την Αίγυπτο. Ανάμεσα στα μικρότερα, μη σωζόμενα έργα του Πολυβίου είναι ο Βίος Φιλοποίμενος, τα Τακτικά, ενώ το μεγάλο ιστορικό έργο του χωρίζεται σε σαράντα βιβλία, από τα οποία διαθέτουμε τα πρώτα πέντε. Τα πρώτα δύο είναι εισαγωγικά και συνεχίζουν την αφήγηση από εκεί που την είχε αφήσει ο Τίμαιος: παρουσιάζουν στοιχεία για τον Α’ Καρχηδονιακό πόλεμο και την Αχαϊκή Συμπολιτεία. Τα επόμενα τρία βιβλία φτάνουν μέχρι τη μάχη στις Κάννες, ενώ η όλη αφήγηση τελειώνει με την άλωση της Κορίνθου το 146 π.Χ. Στο τελευταίο βιβλίο υπήρχε μάλλον χρονολογικός πίνακας για όλο το έργο. Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει στο έκτο βιβλίο, όπου ο Πολύβιος αναλύει το πολίτευμα της Ρώμης και αποκαλύπτει την προτίμησή του για τα πολιτεύματα των Σπαρτιατών, των Ρωμαίων και των Καρχηδονίων.
ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ
Κατά την Ελληνιστική εποχή, η σημασία της πόλης διαρκώς μειώνεται και η πολιτική εξουσία διαχέεται σε νέα τεράστια κράτη. Ο ελληνιστικός πολιτισμός εξαπλώνεται σε μεγάλο μέρος του τότε γνωστού κόσμου και αναπτύσσονται νέα πνευματικά κέντρα. Σύντομα, η Αλεξάνδρεια παίρνει τα σκήπτρα της πολιτιστικής ζωής, χωρίς όμως να εξαφανιστούν παλαιότερα κέντρα όπως η Αθήνα.
Ατθίς
Στην αρχή της Ελληνιστικής εποχής, στην Αθήνα ιδιαίτερη απήχηση είχε η ομάδα των ατθιδογράφων. Ατθίδες, είδος χρονογραφήματος, έγραψαν ο Μελάνθιος και ο Δήμωνας, ενώ σημαντικότερος ατθιδογράφος αναδείχθηκε ο Φιλόχορος, ο οποίος υπήρξε πολυγραφότατος. Έγραψε συνολικά είκοσι ένα έργα, με κυριότερο μια ατθίδα από δεκαεπτά βιβλία, αλλά και άλλες ειδικές μελέτες με αθηναϊκά θέματα. Τέλος, πρέπει να αναφερθεί ο Κότρος ο Καλλιμάχειος, που στο έργο του Αττικά συγκέντρωσε την παράδοση σχετικά με την πρώιμη εποχή της Αττικής.
Ποίηση
Η παραγωγή στο χώρο αυτό ήταν σημαντική. Κύριος εκπρόσωπός της υπήρξε ο Καλλίμαχος, ο οποίος γεννήθηκε το 300 π.Χ. στην Κυρήνη, αλλά έζησε στην Αλεξάνδρεια όπου και ο Πτολεμαίος Β΄ τού ανέθεσε το κολοσσιαίο έργο της κατάρτισης ενός καταλόγου της Βιβλιοθήκης. Η έκταση του καταλόγου έφτασε τους εκατόν είκοσι τόμους, που περιέλαβαν ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας της λογοτεχνίας και αποτέλεσαν βάση για μελλοντικές εργασίες. Λέγεται ότι έγραψε περισσότερους από 800 τόμους, από τους οποίους πολλοί περιλάμβαναν πεζογραφήματα ποικίλου περιεχομένου. Όμως, είναι κυρίως γνωστός ως ποιητής. Σώζονται έξι ύμνοι, που θυμίζουν τους ομηρικούς. Σώζονται επίσης εξήντα επιγράμματα ποικίλου περιεχομένου (επιτύμβια αφιερώματα, ερωτικά κ.λπ.). Από το βασικό έργο του, τα Αίτια, έχουν σωθεί μόνο αποσπάσματα. Ο Καλλίμαχος στο έργο του αξιοποιεί δημιουργικά την παράδοση, δίνοντας γνήσια, πρωτότυπα έργα.
Ο Θεόκριτος άσκησε μεγάλη επιρροή και στη νεότερη ποίηση, καθώς εγκαινίασε το ειδύλλιο και τη βουκολική ποίηση. Η συγγραφική του δραστηριότητα τοποθετείται στην ακμή της Ελληνιστικής εποχής. Γεννήθηκε στις Συρακούσες και έζησε στην Αλεξάνδρεια, ενώ ανέπτυξε στενές σχέσεις και με την Κω. Από τα έργα του μας είναι γνωστά τριάντα ειδύλλια, επιγράμματα και διάφορα αποσπάσματα. Στα βουκολικά του ποιήματα περιγράφει με ρεαλισμό την ποιμενική ζωή, ενώ υπάρχουν άλλα που έχουν τη μορφή ύμνου και άλλα που μπορούν να χαρακτηριστούν μίμοι. Οπαδοί του ήταν ο Μόσχος ο Συρακούσιος, του οποίου σώζεται ένα ειδύλλιο, και ο Βίων ο Σμυρνεύς που έγραψε το έργο Αδώνιδος Επιτάφιος.
Ο Απολλώνιος ο Ρόδιος γεννήθηκε γύρω στο 290 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια και διατέλεσε διευθυντής της Βιβλιοθήκης, ενώ αργότερα μετέβη στη Ρόδο. Έργο του είναι ένα έπος τεσσάρων ραψωδιών, τα Αργοναυτικά, όπου περιγράφεται το ταξίδι στην Κολχίδα, οι περιπέτειες για την απόκτηση του χρυσόμαλλου δέρατος και το ταξίδι του γυρισμού. Το έργο του διαφέρει αρκετά από τα ομηρικά έπη, απ’ όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί ουσιαστικά στοιχεία του αρχαίου έπους. Βλέπει το μύθο μέσα από το ρεαλισμό της εποχής του και αξιοποιεί δημιουργικά την παράδοση. Ο Απολλώνιος έγραψε επίσης για κτήσεις πόλεων. Τα Αργοναυτικά είναι το μοναδικό έργο του είδους του που σώθηκε, ωστόσο το έπος διαδόθηκε ευρύτατα κατά την Ελληνιστική περίοδο.
Επίγραμμα
Το επίγραμμα την εποχή εκείνη φτάνει στη μέγιστη ακμή του και εξελίσσεται σε αυθύπαρκτη λογοτεχνική δημιουργία. Ασχολείται κυρίως με σκηνές της καθημερινής ζωής, αποκτώντας θεματική ποικιλία. Αξιόλογοι εκπρόσωποι του είδους ήταν ο Λεωνίδας ο Ταραντίνος, ο Ασκληπιάδης από τη Σάμο και αργότερα ο Αντίπατρος από τη Σιδώνα και ο Μελέαγρος από τα Γάδαρα. Αξιόλογοι είναι και οι μιμίαμβοι του Ηρώ(ν)δα. Πρόκειται για μικρά ρεαλιστικά απαγγελλόμενα δράματα που σατιρίζουν θέματα της καθημερινής ζωής.
Σημαντική είναι η εξέλιξη της διδακτικής ποίησης. Σώζονται τα Φαινόμενα του Αράτου από τους Σόλους της Κιλικίας, ένα ποίημα 1.154 εξαμέτρων, αστρολογικού περιεχομένου. Από τον Νίκανδρο τον Κολοφώνιο σώζονται τα Θηριακά, που αναφέρονται σε φάρμακα για τη δηλητηρίαση από δαγκώματα ζώων, και τα Αλεξιφάρμακα, για τη θεραπεία τροφικών δηλητηριάσεων.
Ιστοριογραφία
Η παραγωγή στον τομέα αυτόν υπήρξε τεράστια. Εμφανίζονται δύο κύριες τάσεις: η προσπάθεια αντικειμενικής έκθεσης των γεγονότων, βασισμένη στην αυτοψία και την έρευνα, και από την άλλη η συνειδητή προσπάθεια ανάμειξης των γεγονότων με στοιχεία ψυχαγωγικά. Εκπρόσωπος της πρώτης τάσης ήταν ο Πτολεμαίος ο Λάγου, αξιωματικός του Μεγάλου Αλεξάνδρου ο οποίος συνέταξε μια ιστορία από την οποία άντλησε πολλά στοιχεία ο Αρριανός. Κυριότεροι εκπρόσωποι της μυθιστορηματικής ιστοριογραφίας ήταν ο Δούρις από τη Σάμο και ο Φύλαρχος. Πολλές ιστορίες που γράφτηκαν από αυτή τη σκοπιά αναφέρονταν στη ζωή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Την εποχή αυτή γεννιέται και το μυθιστόρημα του Αλεξάνδρου, που αποδίδεται, σύμφωνα με την παράδοση, στον Καλλισθένη. Το έργο δημιουργείται τον 3ο αι. π.Χ., όμως οι ρίζες του βρίσκονται σε κάποια ιστορία του Μεγάλου Αλέξανδρου και σε άλλο μυθιστορηματικό υλικό της εποχής. Υπάρχουν πολλές παραλλαγές του στα ελληνικά, αλλά και μεταφράσεις (για παράδειγμα, στα αρμενικά). Την περίοδο αυτή γράφονται ακόμα πολλές τοπικές ιστορίες, ιστορίες νέων μακρινών χωρών, αλλά και ιστορίες για τον Αννίβα. Σε αυτή την εποχή έχουν τις ρίζες τους τα απομνημονεύματα.
Σημαντικός ιστορικός υπήρξε ο Τιμαίος από το Ταυρομένιο, ο οποίος έγραψε την ιστορία της ελληνικής Δύσης μέχρι τον Α΄ Καρχηδονιακό πόλεμο. Ο πιο σημαντικός ιστορικός της εποχής του, ωστόσο, υπήρξε ο Πολύβιος από τη Μεγαλόπολη (200-112 π.Χ.). Μετέβη στη Ρώμη ως αιχμάλωτος και έζησε εκεί πολλά χρόνια. Θαύμασε το ρωμαϊκό πολιτισμό και κατάλαβε ότι θα ήταν ο μελλοντικός κυρίαρχος του κόσμου. Θέλησε να γράψει αντικειμενική ιστορία στα ίχνη του Θουκυδίδη, η οποία θα επέτρεπε την κατανόηση των σύγχρονων πολιτικών γεγονότων. Από το σύνολο των σαράντα βιβλίων του, σώζεται το ένα τρίτο. Από τους σημαντικούς ιστορικούς της όψιμης Ελληνιστικής εποχής αναφέρουμε τον Αγαθαρχίδη από τη Σάμο. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης έζησε στη μετάβαση προς τη Ρωμαϊκή εποχή (1ος αι. π.Χ.). Έγραψε παγκόσμια ιστορία σε σαράντα βιβλία, βασιζόμενος σε διάφορες πηγές. Σώζονται μόνο δεκατέσσερα από αυτά, ενώ γνωρίζουμε το περιεχόμενο πολλών ακόμα. Η αξία του έργου του έγκειται στο μέγεθος του ιστορικού υλικού που μας διασώζει.
ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ
Πρωτομεσαιωνική περίοδος (300-700)
Τον 4ο αιώνα οι Πατέρες της Εκκλησίας Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Γρηγόριος Νύσσης και Ιωάννης Χρυσόστομος θεμελίωσαν ένα νέο κόσμο, που στηριζόταν στην ελληνική πνευματική παράδοση και στις χριστιανικές αρχές και διδάγματα.
Από τα μεγαλύτερα θεολογικά και πνευματικά κέντρα της εποχής υπήρξε η Αλεξάνδρεια, σημαντικά θεολογικά κέντρα υπήρξαν επίσης η Καισάρεια της Καππαδοκίας και η Αντιόχεια της Συρίας, ενώ η Βηρυτός φημιζόταν για τους νομικούς της και η Θεσσαλονίκη με την Αθήνα συνέχιζαν την παράδοση της αρχαίας σοφίας.
Αυτή την περίοδο έγινε η διατύπωση των δογμάτων της Ανατολικής Εκκλησίας, καλλιεργήθηκε η απολογητική, ξεκίνησε η ερμηνευτική των εκκλησιαστικών κειμένων, θεμελιώθηκε η μυστική θεολογία και αναπτύχθηκε η εκκλησιαστική ρητορική, η εκκλησιαστική και η πολιτική ιστοριογραφία, παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχε η ελευθερία που ήταν απαραίτητη για την ανάπτυξή τους. Από τον 4ο έως το 12ο αιώνα αναπτύχθηκε η χρονογραφία –παγκόσμια και βυζαντινή ιστορία– και η εκκλησιαστική υμνογραφία, η οποία για την ανανέωση και τη μεταρρύθμισή της χρησιμοποίησε την κανονογραφία.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας
Η επίδραση της θεολογίας στα φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής ήταν εμφανής και η χριστιανική φιλοσοφία δέχτηκε, με τη σειρά της, τις νεοπλατωνικές και αριστοτελικές επιδράσεις. Οι Πατέρες της Εκκλησίας που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πνευματική κίνηση αυτής της περιόδου είναι:
Ο Μέγας Βασίλειος (330;-379) από την Καισάρεια, μεγάλος θεολόγος και συγγραφέας, βαθύς γνώστης της αρχαίας σοφίας, μελετητής του Πλάτωνα και του Δημοσθένη. Διασώθηκαν ομιλίες, πραγματείες και επιστολές του· σ’ ένα μικρό του έργο μάλιστα συνιστούσε την ανάγνωση κλασικών συγγραφέων που είχαν επηρεάσει και τον ίδιο. Μέσω των έργων αυτών αποτυπώνεται με πληρότητα η κοινωνική και εκκλησιαστική κατάσταση στην Καππαδοκία.
Ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός (328;-390;), θεολόγος, λόγιος και ποιητής, φίλος του Μεγάλου Βασιλείου· διατύπωσε κι εκείνος τους βασικούς κανόνες του μοναχικού βίου. Ξεχωρίζει το ποίημά του «Εις εαυτόν», όπως και τα νεωτεριστικά μέτρα που χρησιμοποίησε σε κάποια άλλα ποιήματά του – μέσω των οποίων στήριζε τις ιδέες του στην αρχαία σοφία. Είχε καλλιτεχνικές και ρεμβαστικές τάσεις, ως επίσκοπος, δε, των Σασίμων και αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως έγραψε λόγους κατά των οπαδών του Ευνομίου και του Μακεδόνιου.΄Ηταν από τους πρωτοπόρους ενός ανθρωπισμού με αρχαϊκά και χριστιανικά στοιχεία, εμφανώς επηρεασμένος από τις νεοπλατωνικές ιδέες και τη στωική φιλοσοφία.
Ο Γρηγόριος Νύσσης (335;-394;) είχε αρκετά κοινά στοιχεία με το Ναζιανζηνό, αφού ήταν ρήτορας –κατώτερός του έστω– και πολέμιος των αιρετικών. Κατέχει μια από τις πλέον σημαντικές θέσεις μεταξύ της βυζαντινής μυστικιστικής διανόησης και η συμβολή του στην ευρωπαϊκή σκέψη του Μεσαίωνα υπήρξε μεγάλη. Αν και το ύφος του ήταν σκοτεινό, δεν έβρισκε αντιθέσεις μεταξύ νεοπλατωνισμού και χριστιανισμού και ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία, τη δυτική ιστορία και την ερμηνεία των ιερών κειμένων.
Ο Ιωάννης Χρυσόστομος (344/7-407) ήταν σπουδαίος ρήτορας, καθώς και γνώστης της αρχαίας σκέψης, χωρίς να δείχνει όμως σημάδια επηρεασμού του από αυτήν. Ως θεολόγος, αν και κατώτερος του Βασιλείου και του Ναζιανζηνού, υπήρξε θαυμάσιος ερμηνευτής και ηθικολόγος ρήτορας, που τον συνέκριναν μάλιστα με το Δημοσθένη, τον Κικέρωνα και τον Μποσέ. Έγραψε διάφορες πραγματείες, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζει εκείνη με τον τίτλο Περί ιεροσύνης, καθώς και εκτενέστατες επιστολές, που γράφτηκαν κυρίως κατά τη διάρκεια της εξορίας του, γι’ αυτό και ο χαρακτήρας τους είναι απολύτως προσωπικός. Συμμετείχε στις προσπάθειες ανάπτυξης της κοινωνίας, ήταν υπερβολικός στην έκφρασή του όταν ζητούσε την άσκηση της αρετής, δεν προσποιόταν ούτε στο λόγο ούτε στο έργο του, είχε πάθος και το ύφος του διακρινόταν από την κομψότητα και τη δύναμη.
Ο Αθανάσιος ο Μέγας (295;-373), πατριάρχης Αλεξανδρείας, πήρε πολλές φορές το δρόμο της εξορίας εξαιτίας του δυναμισμού του. Ολόκληρο το έργο του αφορούσε το λειτούργημά του και διακρινόταν για τις πρωτότυπες συλλήψεις του και τις μεγάλες συγγραφικές του ικανότητες. Το ασκητικό του έργο Βίος και πολιτεία του οσίου πατρός ημών Αντωνίου έχει μια εξαιρετικά ιδιότυπη διάσταση. Η Απολογία προς τον βασιλέα Κωνστάντιον αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της λογικής επιχειρηματολογίας και του πάθους που τον διέκρινε. Σε ό,τι αφορά τη χρήση της γλώσσας, μάλλον θα πρέπει να θεωρηθεί κατώτερος άλλων πατέρων της Εκκλησίας.
Ο Ευσέβιος (265-333/40), από τη Γάζα της Παλαιστίνης, θεωρείται πατέρας της εκκλησιαστικής ιστορίας. Διατρέχοντας τα γεγονότα της περιόδου από τον 1ο αιώνα έως το 325, θέλησε να καταγράψει την πρόοδο του χριστιανισμού και το θρίαμβό του. Με τα απολογητικά του έργα συνέβαλε κι αυτός στο συνταίριασμα της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και του χριστιανισμού. Ο Βίος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, που χαρακτηρίζεται από την προσήλωση στο ιστορικό ντοκουμέντο και την αποφυγή της υπερβολής, πιθανώς να ήταν ένα από τα έργα του.
Ο Συνέσιος, που το 409 δέχτηκε τον επισκοπικό θρόνο της Κυρήνης, έγραψε ύμνους και ενδιαφέρουσες επιστολές, ενώ υπήρξε και μελετητής της φιλοσοφίας.
Ο Λεόντιος Βυζάντιος (475-542/3) συνέβαλε στη διατύπωση των δογμάτων της Ανατολικής Εκκλησίας χρησιμοποιώντας την αριστοτελική τεχνική.
Τα διδάγματα του Αριστοτέλη χρησιμοποίησε και ο Ιωάννης Φιλόπονος (6ος αιώνας), ο οποίος έγραψε την Αιωνιότητα του κόσμου (βασισμένη στην αρχαία ελληνική σκέψη) και τη Δημιουργία του κόσμου (βασισμένη στη χριστιανική). Με το έργο του επηρέασε σημαντικά τους μετέπειτα θεολόγους.
Ο Ιωάννης της Κλίμακας (525-605), πρόδρομος των ησυχαστών του 14ου αιώνα, πήρε το όνομά του από το ασκητικό σύγγραμμα Κλίμαξ, που γνώρισε επιτυχία στο Βυζάντιο και στη Δύση και στο οποίο καταγράφονταν οι βαθμίδες στη ζωή ενός χριστιανού, από την απάθεια έως την ησυχία.
Ο Μάξιμος Ομολογητής (580-662) θεωρούσε την έκσταση μέσο για να φτάσει κανείς στο θείο, το ίδιο και ο Ψευδοδιονύσιος ο Αρεοπαγίτης.
Ο Προκόπιος (τέλη του 5ου αιώνα-μέσα του 6ου) από την Καισάρεια της Παλαιστίνης, με την ήρεμη κρίση και τις εγκωμιαστικές τάσεις του, υπήρξε μιμητής του Ηροδότου και του Θουκυδίδη και, ως σύμβουλος του στρατηγού Βελισάριου, ακολούθησε τον Ιουστινιανό στους πολέμους του, γεγονός που εκμεταλλεύτηκε συγγράφοντας την ιστορία τους. ΄Εγραψε επίσης και τα Ανέκδοτα, μέσω των οποίων καταφέρθηκε κατά του Ιουστινιανού και της Θεοδώρας, του Βελισάριου και της γυναίκας του.
Στο έργο του Περί κτισμάτων περιέγραψε το οικοδομικό έργο του Ιουστινιανού.
Το σύνολο του έργου του αποτελεί σημαντική πηγή πληροφόρησης για την εποχή του, όπως και εκείνο του Αγαθία, που χρησιμοποίησε συγγράμματα και περσικά χρονικά που δεν σώθηκαν έως τις μέρες μας.
Από τους υπόλοιπους Πατέρες της Εκκλησίας άξιοι μνείας είναι ο Μένανδρος του Προτήκτορος, ο Ευάγριος και ο Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, που έγραψε την ιστορία των χρόνων της βασιλείας του Μαυρικίου (582-602) χρησιμοποιώντας πολύτιμες πηγές που είχε στη διάθεσή του ως αξιωματούχος του κράτους.
Στην πρώτη περίοδο της βυζαντινής γραμματείας εμφανίστηκε και η χρονογραφία, ένα είδος παγκόσμιας ιστορίας που απευθυνόταν στα πλατιά λαϊκά βυζαντινά στρώματα. Εκφραστής του είδους υπήρξε ο Ιωάννης Μαλάλας, που έγινε γνωστός στις ανατολικές, σλαβικές και δυτικές χώρες, αν και δεν ήταν ιδιαίτερα αξιόλογος ως συγγραφέας.
Ποίηση
Εξαιρετικά σημαντική θεωρείται η παρουσία του Γρηγορίου Ναζιανζηνού στην ποίηση, ενώ άξια μνείας είναι η συμβολή του Νόννου Πανοπολίτη, που έγραψε τα Διονυσιακά σε αρχαία γλώσσα και μέτρο, με θέμα τις περιπέτειες του Διονύσου πριν γίνει δεκτός μεταξύ των θεών. Όταν έγινε χριστιανός, έγραψε μια ιδιότυπη παράφραση του Ευαγγελίου του Ιωάννη.
Ο Μουσαίος χαρακτηρίστηκε «το τελευταίο άνθος του αρχαίου κόσμου» και το έργο του εκτιμήθηκε ιδιαίτερα στα νεότερα χρόνια.
Με αρχαία μετρική έγραφε και ο Γεώργιος Πισίδης (610-641), με αναφορές στα ιστορικά γεγονότα της εποχής. Η ποίησή του εκτιμήθηκε ιδιαίτερα στη διάρκεια των βυζαντινών χρόνων, ενώ θεωρείται ιδιαίτερα αγαπητό το έργο του Εξαήμερον, το οποίο διαπραγματεύεται τη δημιουργία του κόσμου.
Επιβλητική ήταν η παρουσία του Ρωμανού Μελωδού στις αρχές του 6ου αιώνα, με κλασική και ιουδαϊκή μόρφωση· πρόκειται για τον κορυφαίο Βυζαντινό ποιητή, που έζησε στην Έμεσσα, στη Βηρυτό και στην Κωνσταντινούπολη, τα χρόνια του Ιουστίνου και του Ιουστινιανού. Με τη χρήση των ρυθμικών μέτρων οδήγησε την εκκλησιαστική ποίηση στο απόγειό της και συνέβαλε στη δημιουργία της εκκλησιαστικής υμνογραφίας. Το ύφος του ήταν απλό και το διέκρινε μεγαλοπρέπεια και δραματικότητα. Από τη σχολή του πρέπει να προέρχεται ο ποιητής του «Ακάθιστου Ύμνου».
Μεσαιωνική περίοδος (700-1200)
Η περίοδος αυτή χαρακτηρίστηκε από θρησκευτική και πολιτική κρίση, η οποία έληξε στα μέσα του 9ου αιώνα με μια αναγεννητική κίνηση που επανέφερε τη σχέση Βυζαντίου και αρχαίου ελληνικού πνεύματος. Το ενδιαφέρον προς τον πλατωνισμό και τον ανθρωπισμό παρέμεινε σε ισχύ, ενισχύθηκε μάλιστα τον 11ο και 12ο αιώνα. Συνεχίστηκε ο πόλεμος κατά των αιρέσεων, αυτή τη φορά κατά των Παυλικιανών και των Βογόμιλων, και υπήρξε αυξημένο ενδιαφέρον για τη μυστική φιλοσοφία.
Εμφανίστηκαν σημαντικοί ιστοριογράφοι και η χρονογραφία γνώρισε μεγάλη ακμή κατά τον 9ο και 12ο αιώνα. Κατά περιόδους άκμασαν η αντιρρητική, η απολογητική, η ερμηνευτική των εκκλησιαστικών κειμένων –με εξέχοντα εκπρόσωπό της τον Ιωάννη Δαμασκηνό– και η θρησκευτική ποίηση, κυρίως η λόγια, όπου ξεχώρισαν η Κασσιανή και άλλοι σημαντικοί εκπρόσωποί της.
Ο Ιωάννης Δαμασκηνός (675;-749;) κωδικοποίησε τα διδάγματα των Πατέρων της Εκκλησίας και των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων και μαζί με το Θεόδωρο Στουδίτη τάχθηκε κατά των εικονομάχων. Υπήρξε επίσης και ποιητής και στο έργο του Υπέρ εικόνων διαχωρίζει τη λατρεία από το προσκύνημα. Δικό του θεωρείται το μυθιστόρημα Βαρλαάμ και Ιωάσαφ, που αποτελεί απολογία του χριστιανικού βίου.
Ο θεολόγος Θεόδωρος Στουδίτης (759-826) υπήρξε πολέμιος των μεταρρυθμίσεων των Ισαύρων αυτοκρατόρων και ασχολήθηκε με τις αλλαγές που όφειλαν να γίνουν στο μοναχικό βίο.
Η Κασσιανή (810;-;) έγραψε πρωτότυπα και ωραία ποιήματα, ύμνους και επιγράμματα με σατιρική διάθεση, καθώς και γνωμικά.
Ο Φώτιος και ο Ψελλός υπήρξαν πρόδρομοι της ανθρωπιστικής κίνησης που κυριάρχησε στα χρόνια των Κομνηνών και των Παλαιολόγων. Ο Φώτιος (825;-893;) με τη Μυριόβιβλο και τα άλλα έργα του συντέλεσε στη διάσωση της αρχαίας ελληνικής σκέψης δείχνοντας την προτίμησή του στον Αριστοτέλη και στον Πλάτωνα. Κατηγορήθηκε από τους συντηρητικούς της εποχής του για τα μαθήματα που παρέδιδε στο Πανεπιστήμιο της Μαγναύρας.
Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος (905-59) θέλησε να αναδιοργανώσει την παιδεία και ενθάρρυνε τη συγγραφή χρήσιμων έργων. Από τα έργα του ξεχωρίζουν όσα αναφέρονται στη διοίκηση του κράτους: Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν, Περί θεμάτων, Έκθεσις περί βασιλείου τάξεως.
Ο Μιχαήλ Ψελλός (1018-1078), σημαντικός λόγιος, φιλόσοφος και ιστορικός, προσπάθησε να διαχωρίσει τη φιλοσοφική από τη θεολογική σκέψη. Πίστευε ότι η φιλοσοφική παιδεία θα έπρεπε να έχει ως αφετηρία της τη λογική και τη φυσική του Αριστοτέλη και η μεταφυσική τον Πλάτωνα, τον Πλωτίνο και τον Πρόκλο. Ως πλατωνιστής, υπήρξε πρόδρομος του Γεωργίου Γεμιστού (Πλήθωνα) και του πλατωνισμού της Αναγέννησης.
Ο Ιωάννης Ιταλός (1023-;) θεωρούσε ότι η μόρφωση αποτελεί κέρδος που φέρνει τον άνθρωπο πιο κοντά στο Θεό.
Ο Μιχαήλ Ατταλειάτης (11ος αιώνας) ασχολήθηκε με την ιστορία της περίδου 1034-79 και ξεχώριζε για την αμεροληψία και την παρατηρητικότητά του.
Η Άννα Κομνηνή (1083-148;) κατέγραψε με μεροληπτικό τρόπο τα γεγονότα της περιόδου 1069-118, αλλά από το έργο της μπορεί να αντληθούν εξαιρετικά χρήσιμες πληροφορίες.
Ο Νικήτας Χωνιάτης (1150-210/11) έδωσε μια ενδιαφέρουσα εικόνα της Πόλης στα χρόνια της Άλωσης του 1204. Μερικοί τον θεωρούν ισάξιο του Ψελλού.
Ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ευστάθιος (1125;-1194), που είχε διατελέσει δάσκαλος της ρητορικής στην Κωνσταντινούπολη, υπήρξε λαμπρός μελετητής του Ομήρου, του Πινδάρου, της γλώσσας, των ηθών και εθίμων της εποχής.
Τέλος, ο Χριστόφορος Μυτιληναίος (αρχές 11ου αιώνα) διακρίθηκε για το χιούμορ, την ειρωνεία και τα λογοπαίγνιά του, χαρακτηριστικά σπάνια για τη βυζαντινή εποχή.
Κατά το τέλος της δεύτερης περιόδου των βυζαντινών γραμμάτων, καλλιεργήθηκε η μυθιστορηματική ποίηση, που είχε την αφετηρία της στο σοφιστικό μυθιστόρημα των ελληνορωμαϊκών χρόνων, με εκπροσώπους της το Θεόδωρο Πρόδρομο, το Νικήτα Ευγενειανό, τον Ευστάθιο Μακρεμβολίτη και τον Κωνσταντίνο Μανασσή.
Υστερομεσαιωνική περίοδος (1200-600)
Σε μια εποχή που το κράτος βρισκόταν σε παρακμή, υπήρχε άνθηση των γραμμάτων και, για μια ακόμα φορά, έντονη στροφή προς την αρχαιότητα με παράλληλη χρήση της απλής γλώσσας. Οι αντιθέσεις ανάμεσα στους συντηρητικούς –που δέσποζαν στην πεζογραφία και χρησιμοποιούσαν αρχαϊστική γλώσσα–και τους ανανεωτικούς, που προέβαλλαν τα έμμετρα γραμματειακά είδη, υπήρξαν ιδιαίτερα σφοδρές. Και με τις δύο μορφές έκφρασης διαμορφώθηκε μια καθαρά ελληνική αντίληψη, που συμφωνούσε με το ελληνικό και πατριωτικό αίσθημα της εποχής και απομακρυνόταν από τη βυζαντινή παράδοση. Η χρονογραφία γνώριζε την παρακμή, όχι όμως και η ιστοριογραφία. Η ανάπτυξη του ανθρωπιστικού κινήματος συντέλεσε στην καλλιέργεια των επιστημών, στη συστηματική μελέτη της αρχαίας γραμματείας και στην ενασχόληση με τη φιλοσοφία, με σαφείς τις επιδράσεις από το νεοπλατωνισμό του Ψελλού.
Στη θεολογία υπήρξαν φιλενωτικοί και μυστικοί θεολόγοι με εθνικιστικές τάσεις. Όσον αφορά τα θέματα που συγκινούσαν, κυριαρχούσαν η ένωση των εΕκκλησιών και η ησυχαστική διαμάχη στα μέσα του 14ου αιώνα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν πολλά έμμετρα δημοτικά ποιήματα, για τα οποία υπάρχει η άποψη ότι οδήγησαν στην ακμή της κρητικής λογοτεχνίας στα τέλη του 16ου αιώνα.
Ο ιστορικός Γεώργιος Ακροπολίτης (1217-1282) συνέβαλε στην αναδιοργάνωση της παιδείας κατά την εποχή του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, ενώ ο Νικηφόρος Βλεμμύδης (1197/8-272/3), δάσκαλος της φιλοσοφίας, έγραψε δύο αυτοβιογραφίες που μας παρέχουν χρήσιμα πολιτικά στοιχεία, ιδίως για την κατάσταση της αυλής και της Εκκλησίας.
Η ησυχαστική διαμάχη
Οι λόγιοι συνέχισαν να μελετούν τους αρχαίους συγγραφείς και κατά το 14ο αιώνα, όπου τη θέση του ενδιάμεσου μεταξύ ανατολικού και δυτικού κόσμου κατέχει ο Μάξιμος Πλανούδης (1260-310), με μεταφράσεις λατινικών συγγραμμάτων στα ελληνικά.
Τον ίδιο αιώνα η διαμάχη ανάμεσα στους ανθρωπιστές και στους υπέρμαχους του ησυχασμού χώρισε τους λογίους και τους θεολόγους σε δύο στρατόπεδα.
Ο Νικηφόρος Γρηγοράς (1290/1-359/60), με αξιόλογη κλασική μόρφωση εκπροσώπησε την ανθρωπιστική τάση, ενώ ο Γρηγόριος Παλαμάς (1256/7-359), μητροπολίτης Θεσσαλονίκης και μελετητής του Αριστοτέλη, υποστήριξε το ησυχαστικό κίνημα ως αρχηγός του.
Ο Νικόλαος Καβάσιλας (τέλη του 14ου αιώνα), αν και μυστικιστής, δεν εναντιώθηκε στην ανάπτυξη της επιστήμης ούτε προέβαλε τον αναχωρητισμό ως λύση.
Δεύτερος ιστοριογράφος των γεγονότων της εποχής υπήρξε ο Ιωάννης Κατακουζηνός (1292;-383;), ο οποίος εξιστόρησε τα γεγονότα από το 1320 έως το 1360. Κι αυτός αποτελούσε μέρος του προβλήματος, μας παρέχει όμως σημαντικές πληροφορίες για τους γειτονικούς λαούς.
Ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθωνας (1360;-452), μελετώντας Πλάτωνα και νεοπλατωνικούς, επιδίωξε να δημιουργήσει μια παγκόσμια θρησκεία, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν χριστιανός.
Ο μητροπολίτης Νικαίας Βησσαρίων και μετέπειτα καρδινάλιος (1403-472) μελέτησε τον ιταλικό ανθρωπισμό και έγινε οπαδός των δυτικών δογμάτων. Εν μέρει, συνέχισε τον πλατωνισμό του Ψελλού, εμπνεόμενος από τους θεολόγους του δυτικού Μεσαίωνα, ενώ προσπάθησε να μυήσει τους Έλληνες συμπολίτες του στη γνώση της ευρωπαϊκής τεχνικής. Υπερασπίστηκε στο δόγη της Βενετίας την άποψη ότι έπρεπε να οργανωθεί σταυροφορία κατά των Τούρκων.
Τέσσερις ιστοριογράφοι ασχολήθηκαν με το ρόλο των Τούρκων έως την Άλωση: ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης (1432;-490;), που έγραψε τουρκική ιστορία δίνοντας βαρύτητα και στους λαούς με τους οποίους ήρθαν σε επαφή· ο Κριτόβουλος ο ΄Ιμβριος (1410;-467;), εξαιρετικός λόγιος, που έγραψε την ιστορία του Μωάμεθ Β΄ σε αρχαϊστική γλώσσα φτάνοντας έως και την εξιστόρηση των γεγονότων της Άλωσης· ο Δούκας (1400-70), που συμπεριέλαβε στο έργο του τα γεγονότα του 1341 και την κατάληψη της Μυτιλήνης από τους Τούρκους· και ο αξιωματούχος της αυλής Γεώργιος Σφρανζής (1411-78;), που έγραψε το Χρονικό των ετών 1413-78.
Μυθιστορήματα
Τα περισσότερα μυθιστορήματα στην τελευταία αυτή περίοδο ήταν έμμετρα και ιπποτικού χαρακτήρα, δημιουργήματα ενός ιδιότυπου πολιτισμού (του φραγκοβυζαντινού) που αναπτύχθηκε στις χώρες της βυζαντινής Ανατολής μετά το 1204 και τη φραγκική κατάκτηση.
Το έργο Ο Καλλίμαχος και η Χρυσορρόη είναι ένα από τα πιο πρωτότυπα του είδους –θυμίζει νεοελληνικά παραμύθια– και κινείται στα όρια ανάμεσα στο συμβατικό μυθιστόρημα του 12ου αιώνα και εκείνου που καλλιεργήθηκε τους επόμενους αιώνες. Όπως και το μυθιστόρημα Ο Βέλθανδρος και η Χρυσάντζα, δεν γράφτηκε στη βάση συγκεκριμένου φραγκικού προτύπου.
Ο Λίβιστρος και η Ροδάμνη, που θυμίζει δημοτική ελληνική ποίηση, περιγράφει τα ήθη του Μεσαίωνα που είχαν γίνει και βυζαντινά. Το μυθιστόρημα Φλώριος και Παντζιαφλώρα και το Ιμπέριος και Μαργαρώνα έχουν σημαντικές φραγκικές επιδράσεις, διαθέτουν όμως ελληνικά και βυζαντινά στοιχεία. Το δεύτερο μάλιστα έκανε πολλές επανεκδόσεις στη διάρκεια της τουρκοκρατίας και πολλά νεοελληνικά παραμύθια βασίζονται στην υπόθεσή του.
Πολλές παραλλαγές –διαφόρων εποχών– σώθηκαν από το έπος του 10ου αιώνα, το Διγενή Ακρίτα, που πραγματευόταν τα ηρωικά κατορθώματα του υπερασπιστή των ανατολικών συνόρων του κράτους, του Διγενή Ακρίτα.
Ανάμεσα στα ποιήματα που γράφτηκαν κατά την τρίτη περίοδο, σημαντική θέση κατέχουν τα Ερωτοπαίγνια, που διαθέτουν δροσιά κι αφέλεια και χρώμα αμιγώς δημοτικό. Από την άλλη, τα κυπριακά ερωτικά ποιήματα αποτελούν μεταφράσεις ποιημάτων του Πετράρχη ή μιμητών του.
Κρητική λογοτεχνία
Η κρητική λογοτεχνική παραγωγή του 15ου και 16ου αιώνα –μεσαιωνική δημώδης γραμματεία– κορυφώθηκε τον επόμενο αιώνα με τα έργα του Βιτσέντζου Κορνάρου (Η θυσία του Αβραάμ και Ερωτόκριτος – το σπουδαιότερο ελληνικό λογοτεχνικό μνημείο έως τις αρχές του 19ου αιώνα) και του Γεωργίου Χορτάτζη (Πανώρια, Ερωφίλη, Κατζούρμπος).
Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΟΣΜΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ
Η γραμματεία στο Βυζάντιο πάσχει από έναν περίεργο διχασμό. Ενώ υπάρχει πλούσια παραγωγή θρησκευτικών έργων, από τα οποία αρκετά είναι εξαιρετικής ποιότητας, υπάρχουν πολύ λιγότερα έργα κοσμικής ποίησης, λογοτεχνίας κ.λπ., τα οποία μάλιστα δεν μπορούν να συγκριθούν στο θέμα της αξίας τους με τα θεολογικά συγγράμματα.
Το παράξενο αυτό φαινόμενο έχει την εξήγησή του. Οι Βυζαντινοί, θεωρώντας ότι είναι οι μοναδικοί κληρονόμοι του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πολιτισμού, ασχολήθηκαν με τη διατήρηση και τη συνέχιση του πολιτισμού αυτού σε όλες τις εκφάνσεις του αγνοώντας τα νέα πνευματικά ρεύματα. Αλλά και ο συγκεντρωτικός χαρακτήρας του Βυζαντίου ουσιαστικά μετέβαλε την Κωνσταντινούπολη στο μοναδικό πνευματικό και φιλολογικό κέντρο της αυτοκρατορίας στο οποίο ήταν συγκεντρωμένες οι ανώτερες τάξεις. Αν και στις άλλες πόλεις αναπτύχθηκαν νέες μορφές έκφρασης, ωστόσο δεν καταγράφηκαν και δεν διατηρήθηκαν, επειδή δεν θεωρούνταν άξιες λόγου και προσοχής από την πνευματική ελίτ της βυζαντινής κοινωνίας, η οποία παρέμενε πιστή στους τύπους και στο πνεύμα της αρχαιότητας.
Αυτός ο συντηρητισμός είχε επιπτώσεις και στη γλώσσα. Ενώ η ελληνική γλώσσα παρουσίασε μια αξιοθαύμαστη εξελικτική πορεία με το πέρασμα των αιώνων, εκδηλώνοντας τάσεις απλοποίησης στο συντακτικό και στη γραμματική και αφομοίωσης λέξεων και φράσεων από άλλες γλώσσες, και συνέχισε να χρησιμοποιείται από το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της αυτοκρατορίας, δεν χρησιμοποιήθηκε στη βυζαντινή γραμματεία. Οι συγγραφείς συνέχισαν να ακολουθούν την παράδοση και τους κανόνες της αττικής διαλέκτου, καθώς τόσο το παλάτι όσο και η Εκκλησία ευνοούσαν το συντηρητισμό. Το αποτέλεσμα αυτών των περιορισμών και της αδυναμίας ανανέωσης των λογοτεχνικών ειδών, του περιεχομένου, των εκφραστικών μέσων και της γλώσσας ήταν να μην αναδειχθούν στο Βυζάντιο μεγάλες λογοτεχνικές μορφές όπως ο Πετράρχης ή ο Δάντης.
Η λόγια κοσμική γραμματεία χωρίζεται στην πεζογραφία, η οποία περιλαμβάνει την ιστοριογραφία, τη χρονογραφία, τη γεωγραφία, τη ρητορική, τα σατιρικά και τα διδακτικά συγγράμματα, στη φιλοσοφία, στη φιλολογία και στη γραμματική και στην ποίηση, η οποία με τη σειρά της περιλαμβάνει την επική ποίηση, τα ιστορικά έπη, τα έμμετρα μυθιστορήματα, τη διδακτική ποίηση και τη λυρική ποίηση.
Η ιστοριογραφία περιλαμβάνει έργα τα οποία παρουσιάζουν τα σημαντικότερα γεγονότα με χρονολογική σειρά και σε γλώσσα αρχαΐζουσα αττική. Αντίθετα, οι χρονογραφίες συνήθως ξεκινούν από την κτίση του κόσμου –η οποία τοποθετούνταν από τους Βυζαντινούς στο έτος 5508 π.Χ. – και περιλαμβάνουν άκριτα σημαντικά και ασήμαντα γεγονότα, πολεμικές εκστρατείες και κοινωνικά κινήματα, μαζί με φυσικές καταστροφές και σεισμούς, χωρίς κάποια λογική συνέχεια, σε γλώσσα ακατέργαστη και ύφος απλοϊκό.
Ο πρώτος συγγραφέας ιστοριογραφίας στα χρόνια του Βυζαντίου είναι ο Ευνάπιος από τις Σάρδεις, ο οποίος έζησε τον 5ο αιώνα και ήταν οπαδός του Ιουλιανού. Δυστυχώς, από το έργο του σώζονται μόνο αποσπάσματα. Το πρώτο ιστορικό έργο που σώζεται ακέραιο στις μέρες μας είναι του νεοπλατωνιστή ειδωλολάτρη Ζώσιμου. Πρόκειται για έργο που φτάνει μέχρι το 410 και προσπαθεί να παρουσιάσει την παρακμή της εποχής ως αποτέλεσμα της ενίσχυσης του χριστιανισμού και της απομάκρυνσης από τους θεούς του Δωδεκάθεου.
Η πιο σημαντική πηγή για τη βασιλεία και το έργο του Ιουστινιανού είναι ο ιστορικός Προκόπιος. Όντας αυτόπτης μάρτυρας των σημαντικότερων γεγονότων, καθώς ακολουθούσε τους Βυζαντινούς στρατηγούς, συνέγραψε ένα οκτάτομο ιστορικό έργο, ένα δεύτερο με τίτλο Περί κτισμάτων, που περιγράφει όλα τα έργα του Ιουστινιανού, και ένα τρίτο, τα Ανέκδοτα, που δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του και αποτελεί ένα λίβελο ενάντια στον Ιουστινιανό, στη Θεοδώρα και στο Βελισάριο. Τους επόμενους αιώνες, μέχρι την άνοδο στο θρόνο της μακεδονικής δυναστείας, ο συγγραφέας που ξεχωρίζει είναι ο Θεοφάνης, του οποίου η Χρονογραφία καλύπτει τα έτη 602-813 αρκετά αναλυτικά.
Η ιστοριογραφία γνώρισε μεγάλη ακμή στα χρόνια του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου (913-59), ο οποίος, αφού ανέθεσε τη διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας στο Ρωμανό Λεκαπηνό, ασχολήθηκε με μελέτες, ενθάρρυνε τη συγγραφή χρονογραφιών και ιστοριών και προσπάθησε να συγκεντρώσει τα πιο σημαντικά έργα της αρχαίας ελληνικής και ρωμαϊκής γραμματείας. Στα χρόνια του εμφανίστηκε ο πατριάρχης Νικηφόρος με την Ιστορία σύντομο, έργο απλοϊκό και άτεχνο, και ο Γενέσιος με το έργο του Βασιλείαι. Το έργο του Γενέσιου γράφτηκε με εντολή του Κωνσταντίνου στο διάστημα 945-59. Δεν διακρίνεται από αντικειμενικότητα ούτε από επιμελημένο ύφος. Αντίθετα, ο Συνεχιστής του Θεοφάνους, ένα εξάτομο έργο της ίδιας εποχής, του οποίου ο πρώτος τόμος αποδίδεται στον ίδιο τον Κωνσταντίνο και ο τελευταίος στον Θεόδωρο Δαφνοπάτη, μπορεί να έχει ύφος απλοϊκό και γλώσσα κοντά στην καθομιλουμένη, αλλά είναι πιο περιεκτικό έργο και, συνακόλουθα, μεγαλύτερης αξίας.
Η ιστοριογραφία συνέχισε να ακμάζει και τους επόμενους αιώνες. Ο Λέων ο διάκονος είναι αξιόλογη πηγή για το έργο του Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου και ο Μιχαήλ Ψελλός με τη Χρονογραφία του για το διάστημα 976-1077. Μάλιστα είναι ο μόνος που προσφέρει μια όψη των παρασκηνίων, καθώς ο ίδιος ήταν έμπιστος σύμβουλος πολλών αυτοκρατόρων. Για το 12ο αιώνα σημαντικές πηγές αποτελούν τα έργα Αλεξιάδα της Άννας Κομνηνής, εγκωμιαστική μονογραφία για τον πατέρα της Αλέξιο Κομνηνό, το Στρατηγικόν του Κεκαυμένου και η ιστορία του Ιωάννη Κίνναμου, αντικειμενική και αξιόπιστη πηγή.
Το 14ο αιώνα δεσπόζει η μορφή του Νικηφόρου Γρηγορά. Το έργο του Ρωμαϊκή ιστορία αποτελεί πολύτιμη και αξιόπιστη πηγή για την περίοδο των δυναστικών συγκρούσεων που συντάραξαν το Βυζάντιο με ευθύνη του Ιωάννη Στ’ Κατακουζηνού. Αντίθετα, το έργο του μοναχού Ιωάσαφ είναι στην πραγματικότητα τα απομνημονεύματα του Ιωάννη Κατακουζηνού, στα οποία, αν και προσπαθεί να φανεί αντικειμενικός, ωστόσο πολλές φορές επιχειρεί να δικαιολογήσει τις ενέργειές του. Ο τελευταίος Βυζαντινός ιστορικός είναι ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης. Ήταν ο μόνος που έβλεπε τα γεγονότα ως μια απόδειξη της υπεροχής των Οθωμανών, κάτι που τόνιζε αρκετές φορές στο έργο του και ξενίζει πολλούς. Αντίθετα με τα ριζοσπαστικές απόψεις του, τόσο η γλώσσα του όσο και το ύφος του αντιγράφουν πιστά εκείνο του Θουκυδίδη.
Ενώ οι περισσότερες ιστορίες γράφτηκαν από αυτοκρατορικούς υπαλλήλους και ανθρώπους των γραμμάτων, οι χρονογραφίες γράφτηκαν από μοναχούς και ιερείς, για να αποδείξουν στον απλό λαό και τους άρχοντες ότι η δημιουργία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήταν θέλημα Θεού για να επικρατήσει η ορθόδοξη πίστη στον κόσμο. Συχνά περιλαμβάνουν άκριτα ολόκληρα αποσπάσματα από προγενέστερα έργα. Η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν ήταν η καθομιλουμένη ή μια γλώσσα κοντά σε αυτή, και το ύφος τους απλοϊκό. Αποτελούν σημαντικές πηγές, ιδίως για τις περιόδους που δεν καλύπτονται από τους ιστορικούς.
Τα πρώτο –χρονικά– αξιόλογο χρονικό ήταν το χρονικό του Ιωάννη Μαλάλα, Σύρου μοναχού, που πολλοί τον ταυτίζουν με τον πατριάρχη Ιωάννη το Σχολαστικό. Το έργο του καλύπτει την εποχή από την κτίση του κόσμου μέχρι τη βασιλεία του Ιουστινιανού και είναι μια συρραφή γεγονότων αλλά και προλήψεων, με λάθη και παραλείψεις. Τα πρώτα δεκαεπτά βιβλία εμπνέονται από το μονοφυσιτισμό, ενώ το τελευταίο είναι κοντά στην ορθοδοξία. Μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και επηρέασε την κοσμοθεωρία και την ταυτότητα των Σλάβων.
Πολύ γνωστή χρονογραφία στην εποχή της ήταν το Χρονικό σύντομο του Γεωργίου Μοναχού, που ξεκινά από κτίσεως κόσμου και φτάνει μέχρι το 842 και παρουσιάζει ενδιαφέρον ακόμη και από θεολογική άποψη. Χρονογραφίες συνέταξαν ο Ιωάννης Σκυλίτζης, ο Ιωάννης Ζωναράς και ο Κωνσταντίνος Μανασσής. Πολύ αξιόλογο είναι το Χρονικόν του Μορέως, που έγραψε ένας εξελληνισμένος Φράγκος σε δημοτική γλώσσα με θέμα την κυριαρχία των Φράγκων στην Πελοπόννησο από το 1204 έως το 1292. Τους τελευταίους αιώνες οι χρονογραφίες λιγοστεύουν και αντικαθίστανται από τους θρήνους, είδος πιο κατάλληλο για τις συγκεκριμένες περιστάσεις.
Συναφής με την ιστοριογραφία και τη χρονογραφία είναι και η γεωγραφία, αλλά δεν μας έχουν σωθεί πολλά συγγράμματα της βυζαντινής περιόδου. Το πιο σημαντικό αυτόνομο σύγγραμμα είναι η Χριστιανική τοπογραφία του Κοσμά Ινδικοπλεύστη, οι ταξιδιωτικές εντυπώσεις του Ανδρέα Λιβαδηνού από την Αίγυπτο του 14ου αιώνα, και του Κανανού Λάσκαρη, που ταξίδεψε στη Σκανδιναβική Χερσόνησο και στη Γερμανία το 15ο αιώνα. Επίσης υπήρχαν πολλά οδοιπορικά μοναχών, όπως το Λειμωνάριο, και τοπογραφίες, όπως το Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, που αποδίδεται στο Γεώργιο Κωδινό.
Η ρητορική ήταν ιδιαίτερα αγαπητή στους Βυζαντινούς. Γνωρίζοντας τα βασικά στοιχεία της ρητορικής τέχνης, τη χρησιμοποιούσαν σε κάθε περίπτωση, από λόγους πανηγυρικούς μέχρι επιστολές προς φίλους. Παρ’ ότι η ρητορική ήταν συνυφασμένη με την παιδεία που λάμβαναν οι ειδωλολάτρες και παρ’ ότι οι περισσότεροι ρήτορες ακόμη και κατά τον 4ο αιώνα ήταν οπαδοί των ειδώλων, ωστόσο οι οπαδοί της νέας θρησκείας, του χριστιανισμού, διακρίθηκαν στα ρητορικά γυμνάσματα όσο και οι οπαδοί των άλλων θρησκειών. Ελάχιστοι ήταν οι Βυζαντινοί συγγραφείς που δεν υπέκυψαν στην πρόκληση να ασχοληθούν με τα ρητορικά γυμνάσματα ή να χρησιμοποιήσουν στο λόγο τους τα ρητορικά σχήματα. Έχουν σωθεί μάλιστα συλλογές επιστολών από πολλούς συγγραφείς, ιδιαίτερα της μέσης και της ύστερης βυζαντινής περιόδου. Εκτός από τις επιστολές, υπάρχουν και αυτόνομα συγγραφικά ρητορικά έργα, όπως ο Φιλόπατρις, σατιρικό κείμενο στα πρότυπα του Λουκιανού, το Κάτοπτρον ηγεμόνος, ένας κώδικας συμπεριφοράς για τους βασιλείς, κ.ά.
Με την επικράτηση του χριστιανισμού στην Ανατολή και στη Δύση οι συνθήκες που διαμορφώθηκαν δεν ευνοούσαν την ανάπτυξη της φιλοσοφίας, όπως στις παλαιότερες εποχές. Όποιος τολμούσε να αμφισβητήσει την υπερβατική αλήθεια δεχόταν το ανάθεμα και δεν γινόταν στο εξής δεκτός στους κύκλους των διανοουμένων.
Όμως γρήγορα φάνηκε ότι και ο χριστιανισμός χρειαζόταν τη βοήθεια της φιλοσοφίας προκειμένου να καταπολεμήσει τις αιρέσεις, όπως και οι αιρέσεις για να αντιπαρατεθούν στα θέσφατα της Ορθοδοξίας. Το αποτέλεσμα ήταν αρκετοί φιλόσοφοι, ιδίως στην περίοδο του αρειανισμού, του μονοφυσιτισμού και του μονοθελητισμού, να ενισχύουν με τις θέσεις τους και τις απόψεις τους τα επιχειρήματα των ορθόδοξων και των αιρετικών. Η σταδιακή συρρίκνωση του βυζαντινού κράτους και η επικράτηση της Ορθοδοξίας σε όλη την επικράτειά του είχαν ως αποτέλεσμα την παρακμή της φιλοσοφίας. Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, με το έργο του Πηγή Γνώσεως, ήταν ο τελευταίος που δημιούργησε ένα σύστημα λογικής για να υπερασπιστεί τη δογματική του χριστιανισμού.
Τα φιλοσοφικά συγγράμματα είναι εξαιρετικά λίγα τους επόμενους αιώνες. Ακόμη και η αναδιοργάνωση του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης από τον καίσαρα Βάρδα τον 9ο αιώνα. δεν κατόρθωσε να φέρει την αναγέννηση της φιλοσοφίας, καθώς οι μόνοι που παρήγαγαν αξιόλογα φιλοσοφικά έργα τους επόμενους αιώνες ήταν ο Μιχαήλ Ψελλός, που θαύμαζε τον Πλάτωνα, και ο μαθητής του Ιωάννης ο Ιταλός, που είχε γνωρίσει το σχολακιστισμό στην Ιταλία. Όμως οι απόψεις του δεύτερου για τη μετεμψύχωση και την προσκύνηση των εικόνων προκάλεσαν την αντίδραση της Εκκλησίας και τον αφορισμό του, με αποτέλεσμα το έργο του να ξεχαστεί. Τα φιλοσοφικά συγγράμματα των επόμενων αιώνων είναι περισσότερο συλλογές, σημειώσεις και απανθίσματα φιλοσοφικών σκέψεων παλαιότερων συγγραφέων και λιγότερο πρωτότυπα έργα. Ο τελευταίος πραγματικός φιλόσοφος του Βυζαντίου ήταν ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων, φλογερός θαυμαστής του Πλάτωνα. Πρόκειται για ένα ανοιχτό μυαλό, το οποίο έφτασε στο σημείο να δει με κριτικό μάτι τη χριστιανική δογματική στο σύνολό της, ζήτησε όπως και ο Ιουλιανός την επιστροφή στην αρχαία θρησκεία και έπεισε τον Κόσιμο Μέδικο να ιδρύσει μια σχολή πλατωνικής φιλοσοφίας στη Φλωρεντία.
Η αγάπη των Βυζαντινών για την αρχαιότητα οδήγησε πολλούς να αφιερωθούν στη διόρθωση των κειμένων και στο σχολιασμό τους. Ο πατριάρχης Φώτιος έγραψε τη Μυριόβιβλον απανθίζοντας πολλούς συγγραφείς της αρχαιότητας που είχε διαβάσει και αποτιμώντας ταυτόχρονα την αξία του έργου τους. Ο Ιωάννης Τζέτζης, που έζησε τον 10ο αιώνα έγραψε σχόλια για τους σημαντικότερους Έλληνες συγγραφείς, όπως και ο Μάξιμος Πλανούδης, ο Θωμάς Μάγιστρος και ο Δημήτριος Τρικλίνιος, που έζησαν το 14ο αιώνα.
Πλούσια ήταν και η παραγωγή λεξικών και γραμματικών. Τα πιο γνωστά λεξικά είναι η Σούδα και το Ετυμολογικόν Μέγα. Η γραμματική του Διονυσίου του Θρακός, που έζησε το 2ο αιώνα μ.Χ., χρησιμοποιήθηκε μέχρι το 14ο αιώνα, όπως και οι κανόνες του Θεοδοσίου του Αλεξανδρέως και η γραμματική του Γεωργίου του Χοιροβοσκού. Τότε άρχισε να χρησιμοποιείται μια νέα μέθοδος διδασκαλίας, η διαλογική, με αποτέλεσμα να μειωθεί η αξία της χρήσης της γραμματικής στην καθημερινή διδασκαλία.
Περνώντας στην ποίηση, αξίζει να σημειώσει κανείς ότι για τους Βυζαντινούς δεν υπήρχαν οι κατηγορίες του δράματος, του έπους και της λυρικής ποίησης, καθώς η Εκκλησία αποδοκίμαζε τις καταστάσεις που περιέγραφαν οι αρχαίες τραγωδίες και θεωρούσε την κοσμική αγάπη ως πεδίο δράσης δαιμόνων. Το αποτέλεσμα αυτών ήταν να μην μπορέσει να αναπτυχθεί ούτε η δραματική ούτε η λυρική ποίηση.
Πράγματι, τα περισσότερα έργα της δραματικής ποίησης ήταν στην πραγματικότητα διάλογοι που προορίζονταν περισσότερο για ανάγνωση και λιγότερο για να παιχτούν στο θέατρο. Απουσιάζουν επίσης τα θρησκευτικά δράματα, κατηγορία ποίησης που γνώρισε μεγάλη άνθηση στη δυτική Ευρώπη.
Αντίθετα, αρκετά δημοφιλή ήταν τα ιστορικά έπη, πανηγυρικοί έμμετροι λόγοι που εκθείαζαν τα επιτεύγματα των αυτοκρατόρων. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν ο Παύλος Σιλεντιάριος, που έγραψε εννιά χιλιάδες εξάμετρους στίχους για το μεγαλείο της Αγίας Σοφίας, ο Ιωάννης Γαζαίος, που έγραψε επτά χιλιάδες στίχους για την πόλη της Γάζας, οι πανηγυρικοί λόγοι του Γεωργίου Πισίδη για τις εκστρατείες του Ηρακλείου, ο Κωνσταντίνος Μανασσής για το οδοιπορικό της αποστολής του στη Συρία και ο Θεοδόσιος Διάκονος για την κατάληψη της Κρήτης από το Νικηφόρο Φωκά.
Πολύ διαδεδομένη ήταν η έμμετρη ηθική διδασκαλία. Άλλωστε, τα Ηθικά έπη του Γρηγορίου Ναζιανζηνού ήταν πολύ δημοφιλή στους νέους για πολλούς αιώνες. Αρκετοί συνέγραψαν ποιήματα παραινετικά για τον ασκητικό τρόπο ζωής. Σώζεται επίσης ένα τεράστιο αλληγορικό διδακτικό ποίημα του Θεόδωρου Μελιτηνιώτη, με τίτλο Περί παρθενίας.
Από τη λυρική ποίηση το μόνο είδος που γνώρισε απήχηση στο Βυζάντιο ήταν το επίγραμμα. Οι Βυζαντινοί συνήθιζαν να συνθέτουν δίστιχα για όλες τις όψεις της καθημερινότητάς τους και των σημαντικότερων στιγμών τους. Υπήρξαν λοιπόν ανθολογίες επιγραμμάτων, όπως εκείνη του Αγαθία, του Παύλου Σιλεντιάριου, του Ιγνάτιου Διακόνου και του Μάξιμου Πλανούδη. Το επίγραμμα γνώρισε απήχηση ακόμη και στους κύκλους του παλατιού και της Εκκλησίας.
Εξίσου μεγάλη απήχηση είχε η ελεγεία, η οποία χρησίμευε στους Βυζαντινούς για να εκφράσουν την οδύνη τους για τους νεκρούς, για τις συμφορές τους και κατ’ επέκταση για τη ματαιότητα της ζωής. Σημαντικές είναι οι ελεγείες που έγραψαν ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Νικόλαος Μουζάλων, ο Ευγένιος από το Παλέρμο και ο Κωνσταντίνος ο Σικελιώτης.
Η δημώδης γραμματεία αναπτύχθηκε κυρίως στη Μικρά Ασία και στα νησιά του Αιγαίου, γενικά σε περιοχές μακριά από την επιρροή του παλατιού και της Εκκλησίας. Τα περισσότερα δείγματα που έχουμε χρονολογούνται μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους, κάτι φυσικό αφού η μεγαλύτερη κοινωνική ανεκτικότητα που επέβαλαν οι Δυτικοί και η εξαφάνιση της επιρροής της Κωνσταντινούπολης το ίδιο διάστημα οδήγησαν στη χρήση της λαϊκής καθημερινής γλώσσας και στην καταγραφή όλων των συναισθημάτων χωρίς περιορισμούς και αναστολές.
Όμως ο αυθορμητισμός που τα διακρίνει δεν σημαίνει και την κατάργηση όλων των συμβάσεων της βυζαντινής λόγιας λογοτεχνίας. Το αντίθετο μάλιστα. Πολλά από τα προβλήματα της λόγιας λογοτεχνίας υπάρχουν και στη δημώδη, όπως οι παρεμβάσεις, οι λεπτομερείς περιγραφές και τα πομπώδη ρητορικά σχήματα.
Ουσιαστικά, πρόκειται μόνο για ποίηση, καθώς είναι πιο εύκολη η συντήρηση και περαιτέρω διάδοση των ποιημάτων με τον προφορικό λόγο, σε αντίθεση με τα πεζά έργα. Πρόκειται για ποιήματα διδακτικά, θρήνους, σάτιρες, ιστορίες ζώων, μύθους, ιστορικά ποιήματα και έμμετρα μυθιστορήματα.
Το πιο γνωστό διδακτικό ποίημα είναι ο Σπανέας, στο οποίο ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός (1119-42) έδινε συμβουλές στον ανιψιό του. Έκανε μεγάλη εντύπωση στην εποχή του, με αποτέλεσμα σχεδόν όλα τα επόμενα παραινετικά ποιήματα να μιμούνται το περιεχόμενο και το ύφος του. Ο θρήνος, θέμα ιδιαίτερα αγαπητό και στη λόγια ποίηση, είναι πολύ διαδεδομένος και στη δημώδη. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι ο Λόγος παρηγορητικός περί δυστυχίας και ευτυχίας, ποίημα αλληγορικό, καθώς και το Περί ξενιτείας, που περιγράφει τα δεινά της ξενιτιάς.
Εξίσου δημοφιλή ήταν και τα σατιρικά ποιήματα. Γνωστότερος συγγραφέας λαϊκών σατιρικών ποιημάτων ήταν ο Θεόδωρος Πρόδρομος ή Πτωχοπρόδρομος, που έζησε το 12ο αιώνα και αρεσκόταν να οικτίρει την κατάσταση των ατόμων που βρίσκονταν σε θέσεις κυριαρχούμενες και τον έλεγχο που υφίσταντο από άλλα άτομα με ανώτερη από τη δική τους θέση, ιδίως όταν αυτά είναι ανάξια. Τα περισσότερα ποιήματα αυτής της κατηγορίας απευθύνονται στον αυτοκράτορα, εκφράζοντας κολακείες και ικεσίες.
Έχουν σωθεί πολλά έργα με ιστορίες ζώων. Τα πιο γνωστά είναι η Διήγησις παιδιόφραστος των τετραπόδων ζώων, ο Πουλολόγος, ο Πωρικολόγος και η Διήγησις γαδάρου, λύκου και αλουπούς. Στα ποιήματα αυτά τα ζώα αποκτούν ανθρώπινη υπόσταση και φανερώνουν τις αδυναμίες και τα προτερήματά τους, σατιρίζοντας με αυτό τον τρόπο τις αδυναμίες της ίδιας της ανθρώπινης κοινωνίας.
Το αρχαίο ελληνικό και ρωμαϊκό παρελθόν, φύλακες και συνεχιστές του οποίου ήταν οι Βυζαντινοί, ενέπνεε και τους συγγραφείς της δημώδους ποίησης. Έτσι, δημιουργήθηκε μια σειρά από ποιήματα με εκατοντάδες και χιλιάδες στίχους με πρόσωπα μυθικά και εξιστόρηση ελεύθερη. Άλλα από αυτά, όπως η Αχιλληίς και η Διήγησις Βελισσαρίου, θεωρούνται ιδιαίτερα έξυπνα και πετυχημένα, και άλλα, όπως ο Πόλεμος της Τρωάδος, εντελώς πρόχειρα και αδύναμα λογοτεχνικά έργα. Φυσικά, το θέμα που επαναλαμβάνεται περισσότερα στις μυθοπλασίες είναι εκείνο του Διγενή Ακρίτα, που σώζεται σε πολλές παραλλαγές.
Παρεμφερή είναι και τα ιστορικά ποιήματα, ποιήματα σε δεκαπεντασύλλαβο και στη δημοτική γλώσσα, που εξιστορούν ιστορικά γεγονότα. Αξιομνημόνευτα είναι το Χρονικό του Μωρέος και η Άλωσις της Κωνσταντινούπολης.
Δεν θα μπορούσαν να λείπουν τα έμμετρα μυθιστορήματα, που συνήθως διαπραγματεύονται ερωτικές ιστορίες, με τις ίδιες φόρμες και την ίδια εξέλιξη που απαντώνται και στα δείγματα της δημώδους δυτικής λογοτεχνίας. Οι εραστές χωρίζουν, περνούν πολλές δοκιμασίες, τελικά ξανασυναντιούνται και περνούν τη δοκιμασία της αναγνώρισης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα έργα Λίβιστρος και Ροδάμνη, Ιμπέριος και Μαργαρώνα και Φλώριος και Παντζιαφλώρα.
Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑ
Πρόκειται για την περίοδο που εκτείνεται από το 1453 μέχρι το 1821 και που χωρίζεται σε δύο υποπεριόδους. Η πρώτη ξεκινά από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453) και φτάνει μέχρι την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους (1669), ενώ το ξεκίνημα της δεύτερης υποπεριόδου τοποθετείται στα 1669 και εκτείνεται μέχρι το 1821.
Α΄ υποπερίοδος
Τη θλίψη και τη συγκίνηση που προκάλεσε η Άλωση της Κωνσταντινούπολης αλλά και τις ελπίδες του ελληνισμού για την ανασύσταση της βυζαντινής Αυτοκρατορίας έρχονται να εκφράσουν οι «Θρήνοι» για την Άλωση της Πόλης που συντίθενται αμέσως μετά το γεγονός της Άλωσης. Πρόκειται για μια σειρά από λόγια στιχουργήματα με ιστορική αξία, που αποτελούν ειδική κατηγορία των ιστορικών ποιημάτων. Οι δημιουργοί των περισσοτέρων είναι άγνωστοι, ενώ τα θέματα που συναντάμε συνοψίζονται σε θρήνους για την πτώση της Πόλης, περιγραφές λεηλασιών, αναφορές στις αιτίες που προκάλεσαν το θλιβερό γεγονός, στην επίκληση είτε των ξένων δυνάμεων είτε του Θεού για την απελευθέρωση των υποδούλων.
Σημαντικά λόγια στιχουργήματα συγκεντρώνει το έργο Άλωσις Κωνσταντινουπόλεως, που είναι ανώνυμο και αριθμεί 1.045 δεκαπεντασύλλαβους στίχους, που άλλοτε ομοιοκαταληκτούν και άλλοτε όχι. Από την άποψη της δομής, σε έναν υπότιτλο δύο στίχων συνοψίζεται η υπόθεση του ποιήματος, έπεται η επίκληση του δημιουργού στον Θεό για να τον συνδράμει στο δύσκολο έργο του, ενώ στη συνέχεια ζητείται η προσοχή των αναγνωστών. Στο κυρίως θέμα, ο συγγραφέας δεν αναλώνεται σε θρήνους· έχοντας περιγράψει κάποια γεγονότα, κατά βάση ζητά τη βοήθεια των ευρωπαϊκών δυνάμεων που θα οδηγήσει στην απελευθέρωση. Το Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης είναι ένα επίσης ανώνυμο ποίημα 118 ανομοιοκατάληκτων δεκαπεντασύλλαβων στίχων, με αξία όχι μόνο γλωσσική, αλλά και ποιητική. Εκεί το γεγονός της Άλωσης αναγγέλλεται μέσα από το διάλογο δύο πλοίων που συναντώνται στην Τένεδο. Εκτός από την καταστροφή της Κωνσταντινούπολης, περιγράφονται και τα όσα πέρασαν οι Έλληνες λόγω της βιαιότητας των Τούρκων. Σημειωτέον ότι η περιγραφή των γεγονότων μοιάζει με τον τρόπο της αφήγησης που συναντάμε στα δημοτικά τραγούδια. Στιχούργημα με λογοτεχνική και όχι τόσο με ιστορική αξία και με στοιχεία που θυμίζουν το δημοτικό τραγούδι είναι ο Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως. Η μορφή του είναι διαλογική, αποτελείται από 128 δεκαπεντασύλλαβους ανομοιοκατάληκτους στίχους και ο συγγραφέας του είναι άγνωστος. Στο Θρήνο των τεσσάρων Πατριαρχείων, συνδιαλέγονται τα Πατριαρχεία της Κωνσταντινούπολης, των Ιεροσολύμων, της Αντιόχειας και της Αλεξάνδρειας, περιγράφοντάς μας την καταστροφή της Πόλης και θρηνολογώντας για τα χαμένα τους μεγαλεία. Ο διαλογικός αυτός θρήνος αριθμεί 102 δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους. Ο Θρήνος και κλαυθμός περί της Κωνσταντινουπόλεως του Ματθαίου Μυρέων είναι ένα τεχνικά και γλωσσικά αρτιότερο –σε σχέση με τους προαναφερθέντες θρήνους– απόσπασμα στιχουργήματος του 17ου αιώνα. Αυτό το θρήνο μιμείται ο Θρήνος του παπά Συναδηνού του Σερραίου.
Επίσης, την ίδια εποχή, τα χρησμολογικά κείμενα που πρόλεγαν την καταστροφή διαδέχονται τώρα χρησμοί που προοιωνίζονται τη σωτηρία του έθνους.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, στη βενετοκρατούμενη Κρήτη οι συνθήκες είναι πρόσφορες για την ανάπτυξη της λογοτεχνίας, σε αντίθεση με τις περιοχές του τουρκοκρατούμενου ελληνισμού. Το διάστημα από το 1590 μέχρι το 1669 έχουμε την ακμή της κρητικής λογοτεχνίας, με την καλλιέργεια του ειδυλλίου, του θεάτρου και του ποιητικού μυθιστορήματος. Είναι η περίοδος κατά την οποία «το κρητικό γλωσσικό ιδίωμα καλλιεργείται συστηματικά, ανυψώνεται σε όργανο έκφρασης και επιβάλλεται ως γλώσσα λογοτεχνική», σύμφωνα με τον Παναγιώτη Μαστροδημήτρη. Οι δημιουργοί αντλούν από την ιταλική Αναγέννηση και καταφέρνουν να συνθέσουν έργα με έντονα ελληνικό χαρακτήρα μέσα από μια διαδικασία δημιουργικής αφομοίωσης των ξένων στοιχείων και όχι στείρας μίμησης των προτύπων τους.
Στο ξεκίνημα της χρυσής εποχής της κρητικής λογοτεχνίας, γύρω στα 1600, συντίθεται το ποιμενικό ειδύλλιο Βοσκοπούλα. Στους 476 ενδεκασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους παρακολουθούμε τον έρωτα μιας βοσκοπούλας και ενός βοσκού, που όμως έχει άδοξο τέλος. Ο ποιητής, που είναι άγνωστος, εμπνέεται από την ευρωπαϊκή Αναγέννηση που καλλιέργησε αυτό το είδος και φαίνεται να ακολουθεί κάποιο ιταλικό πρότυπο το οποίο όμως δεν έχει βρεθεί. Το έργο διαδόθηκε ευρέως, κάτι που φαίνεται από τα πολλά χειρόγραφα στα οποία μας παραδίδεται, τις πολυάριθμες εκδόσεις του και από το ότι έγινε δημοτικό τραγούδι.
Σε ό,τι αφορά το κρητικό θέατρο, ο Γεώργιος Χορτάτσης γράφει γύρω στα 1600 την τραγωδία Ερωφίλη. Πρότυπό της είναι η τραγωδία Orbecche του Ιταλού Giovanni Battista Giraldi, ενώ τα ιντερμέδια –«μουσικοχορευτικά κομμάτια με ξεχωριστή υπόθεση που παρεμβάλλονται ανάμεσα στις πέντε πράξεις της τραγωδίας», κατά τη διατύπωση του Παναγιώτη Μαστροδημήτρη– αντλούν από την Ελευθερωμένη Ιερουσαλήμ του Tasso. Το περιεχόμενό της είναι μυθικό και οι επιδράσεις από την κλασική αρχαιότητα εμφανείς. Ως προς την υπόθεση, η Ερωφίλη, κόρη του βασιλιά της Αιγύπτου, Φιλόγονου, ερωτεύεται τον Πανάρετο με τον οποίο παντρεύεται κρυφά. Ο πατέρας της όμως, που σχεδιάζει να την παντρέψει με κάποιον άλλον, σκοτώνει τον Πανάρετο μετά την άρνηση της κόρης του να εκπληρώσει την επιθυμία του. Η Ερωφίλη αυτοκτονεί, ενώ οι Κορασίδες της ακολουθίας της σκοτώνουν τον Φιλόγονο. Ο Βασιλεύς ο Ροδολίνος του Ιωάννη-Ανδρέα Τρωίλου, που γράφτηκε το 17ο αιώνα, και ο Ζήνων, που παραδίδεται ανώνυμα και η σύνθεσή του τοποθετείται μετά το 1648, είναι οι άλλες δύο τραγωδίες του κρητικού θεάτρου, που επίσης ακολουθούν ξένα πρότυπα (Il re Torrismondo του Tasso και Zeno του Joseph Simons αντίστοιχα). Αξίζει να σημειωθεί ότι από τις τρεις τραγωδίες, που είναι γραμμένες σε δεκαπεντασύλλαβο ομοιοκατάληκτο στίχο, μόνο η υπόθεση του Ζήνωνος είναι ιστορική (πρόκειται για την ιστορία του ομώνυμου Βυζαντινού αυτοκράτορα). Η δομή πάντως και στα τρία έργα είναι η ίδια· αποτελούνται από πέντε πράξεις, πρόλογο και χορικά – με την εξαίρεση της Ερωφίλης, όπου υπάρχουν και ιντερμέδια. Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι στο Ροδολίνο συναντάμε σονέτα.
Στη δραματική ποίηση εντάσσονται και οι τρεις κωμωδίες του κρητικού θεάτρου (ο στίχος είναι επίσης δεκαπεντασύλλαβος ομοιοκατάληκτος), ο Κατζούρμπος του Γεωργίου Χορτάτση (γράφτηκε γύρω στα 1600), ο Στάθης άγνωστου συγγραφέα (γράφτηκε μάλλον λίγο μετά το 1604 και ίσως είναι έργο του Χορτάτση) και ο Φορτουνάτος του Μάρκου-Αντωνίου Φώσκολου (γύρω στα 1655). Η υπόθεσή τους, όπως και η τεχνική τους, είναι κατά βάση κοινή: ένα ζευγάρι ερωτευμένων νέων και ένας πλούσιος γέρος που είναι ερωτευμένος με τη νέα. Η έκβαση τελικά είναι καλή για τους ερωτευμένους, που παντρεύονται αφού αποκαλύπτεται πως ο γέρος είναι πατέρας κάποιου από τους δύο. Και στα τρία έργα εμφανίζονται επίσης χαρακτηριστικές μορφές της ιταλικής κωμωδίας (ο συκοφάντης, ο πονηρός υπηρέτης κ.ά.), ενώ υπάρχουν και στοιχεία που θυμίζουν την κλασική αρχαιότητα. Τα πρότυπα που φαίνεται να ακολουθούν οι δημιουργοί τους είναι άγνωστα. Πρέπει πάντως να επισημάνουμε ότι η ιδιαίτερη σφραγίδα του κρητικού πνεύματος λείπει και από τα τρία έργα, κατά την άποψη του Γεωργίου Θ. Ζώρα.
Το ποιμενικό δράμα Γύπαρις ή Πανώρια με πρότυπο το La Calisto του Luigi Groto, έργο του Χορτάτση, και το θρησκευτικό δράμα Η Θυσία του Αβραάμ που αποδίδεται στον Βιτσέντζο Κορνάρο και πρότυπό της είναι το Lo Isach του Luigi Groto, ολοκληρώνουν τη θεατρική παραγωγή της Κρήτης. Η Πανώρια γράφτηκε μεταξύ του 1590 και του 1600 σε δεκαπεντασύλλαβο ομοιοκατάληκτο στίχο και έχει πέντε πράξεις. Η Θυσία γράφτηκε μεταξύ του 1586 και του 1635 και αποτελείται από 1.144 δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους. Γνώρισε ευρεία διάδοση μέσα από πολυάριθμες εκδόσεις, ενώ κάποια δίστιχά της έγιναν παροιμίες. Έργο του Χορτάτση είναι και ο Ερωτόκριτος, αφηγηματικό ποίημα που αριθμεί 1.052 δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους και πραγματεύεται την ερωτική ιστορία του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας. Το έργο, που πρέπει να χρονολογείται πριν από το 1645, είναι κοντά στη θεατρική τεχνική, καθώς η πλοκή εξελίσσεται κυρίως μέσα από τα λόγια των ηρώων και η «συμμετοχή» του δημιουργού περιορίζεται στην περιγραφή καταστάσεων και τη σύνδεση των λεγομένων των πρωταγωνιστών. Πρότυπο του Ερωτόκριτου είναι το ιπποτικό μυθιστόρημα Paris et Vienne του Pierre de la Cypθde, «ή, το πιθανότερο, κάποια ιταλική διασκευή ή μετάφρασή του», σύμφωνα με τον Παναγιώτη Μαστροδημήτρη.
Μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους (1669) συντίθεται η Διήγησις διά στίχων του δεινού Κρητικού Πολέμου, ποίημα του Μαρίνου Τζανέ Μπουνιαλή, καθώς και ο Θρήνος της Κρήτης, του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Γεράσιμου Παλλαδά.
Β΄ υποπερίοδος
Συνέχεια στη λογοτεχνική παραγωγή θα δώσουν τα βενετοκρατούμενα Επτάνησα, όπου βρέθηκαν πολλοί Κρητικοί πρόσφυγες μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους στα 1669. Εκεί, κυρίως στη Ζάκυνθο, θα λάβουν χώρα από το 17ο έως το 19ο αιώνα οι Ομιλίες, λαϊκές διασκευές των έργων του κρητικού θεάτρου. Επίσης, και στις τραγωδίες που γράφονται από Επτανήσιους οι επιδράσεις των έργων του κρητικού θεάτρου είναι πασιφανείς. Ενδεικτικά αναφέρουμε την Ευγένα, τραγωδία την οποία συνέθεσε ο Θεόδωρος Μοντσελέζε, την Ιφιγένεια και τον Θυέστη του Πέτρου Κατσαΐτη και τη μετάφραση του έργου Pastor fido του Giovanni Battista Guarini, από τον Μιχαήλ Σουμμάκη, κατά μίμηση κρητικής μετάφρασης αγνώστου συγγραφέα.
Κατά τον αιώνα των Φαναριωτών (18ος αιώνας), που προήγαγαν τα ελληνικά γράμματα και συνέβαλαν στο φωτισμό του Γένους, ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος γράφει το Φιλοθέου Πάρεργα, το οποίο αποτελεί μια «προσπάθεια για διαμόρφωση μυθιστορηματικού είδους γεμάτη μνείες και μνήμες της δυτικής παιδείας», σύμφωνα με τη διατύπωση του Κ. Θ. Δημαρά. Επίσης, συντίθενται τα αλληγορικά ποιήματα του 18ου αιώνα, η Στοιχειομαχία του Ιωάννου Ρίζου Μανέ και η Βοσπορομαχία του Γάλλου Momars.
Την ίδια εποχή, και συγκεκριμένα το 1703, γράφεται το Χρονικόν Γαλαξειδίου από τον ιερομόναχο Ευθύμιο. Το έργο αυτό ανήκει στα βραχέα χρονικά, που υπάρχουν ήδη από την αρχαιότητα και είναι χρονογραφίες οι οποίες εστιάζουν στην περιγραφή ενός τόπου, δίνοντας έμφαση στις χρονολογίες. Τέλος, το 1766 δημοσιεύεται στη Λειψία ο Καθρέπτης Γυναικών, έμμετρο έργο του Σκοπελίτη Καισάριου Δαπόντε.
Η Επτανησιακή Σχολή
Στη λογοτεχνία, το 18ο αιώνα εμφανίστηκαν Ζακυνθινοί και Κεφαλλονίτες με δικά τους δραματικά έργα ή κωμειδύλλια: Κατσαΐτης, Σαβόγιας, Ρούσμελης, Δημήτριος Γουζέλης, Διονύσιος Λουκίσας. Από το 1750 έως το 1790 δημιουργήθηκε μόνιμο θέατρο στη Ζάκυνθο και στην Κέρκυρα λειτούργησε θέατρο με κυρίως ιταλικό ρεπερτόριο.
Οι περισσότεροι λόγιοι κατέφυγαν στη Δύση και ασχολήθηκαν με την αναβίωση του αρχαιοελληνικού πνεύματος. Από τους υπόλοιπους που παρέμειναν κοντά στο λαό, είχαμε τη διαμόρφωση κάποιας πνευματικής ιδιαιτερότητας. Ο Ηλίας Μηνιάτης έγραψε το «Χρονικό του Γαλαξιδιού», το 18ο αιώνα έδρασε ο Κοσμάς ο Αιτωλός, ενώ την ψυχαγωγία του λαού είχε αναλάβει ο Καισάριος Δαπόντες. Η αριστοκρατία των Φαναριωτών ελάχιστα κατέφευγε σε αυτές τις λαϊκές ρίζες, αφού είχε το βλέμμα της στραμμένο στο πνεύμα του Διαφωτισμού. Κυριότερος εκπρόσωπος αυτού του ρεύματος θεωρείται ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος, που έγραψε το έργο «Φιλοθέου Πάρεργα».
Μια μείξη αυτού του νεοτεριστικού πνεύματος με εκείνο της αρχαίας Ελλάδας βρίσκουμε στο έργο του Αδαμάντιου Κοραή.
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Aπό τις αρχές του εικοστού αιώνα ήδη η ελληνική πεζογραφία εμφανίζεται διχασμένη: οι περισσότεροι πεζογράφοι γράφουν υπό την πίεση των πολιτικών, κοινωνικών και ιστορικών δεδομένων. Πότε επιχειρούν να διαφωτίσουν, πότε να ασκήσουν πολεμική, πότε να αποφορτίσουν τη μύχια ένταση που προκαλείται από μια ταραγμένη ατμόσφαιρα γύρω τους.
Καταρχάς, η απομόνωση των Ελλήνων πεζογράφων απ’ όλα όσα συμβαίνουν στον ευρωπαϊκό χώρο αποτελεί ιδρυτική πράξη της πεζογραφίας μας, με όλες τις συνέπειες, συνοδευόμενη μάλιστα από την απουσία αστικής ζωής στην Ελλάδα, όρος εκ των ων ουκ άνευ για ώριμη πεζογραφία, και δη για σύλληψη και συγγραφή μυθιστορήματος.
Φωνές που διατηρούν ακόμη μια αναγνωσιμότητα είναι ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Αντώνης Καρκαβίτσας, ο Γρηγόρης Ξενόπουλος, ώσπου να έρθει δυναμικά ν’ ακουστεί η στιβαρή, πολυδαίδαλη και πολύτροπη κραυγή του Νίκου Καζαντζάκη. Μολονότι χρησιμοποιεί γλώσσα στρυφνή, ο Καζαντζάκης καταφέρνει να μας δώσει ήρωες που αντέχουν στο χρόνο, που έχουν διαστάσεις επίκαιρες ακόμη. Συνθέτει μυθιστορήματα πολυσέλιδα, παλλόμενα από ένταση και πάθος, στην προσπάθεια αναζήτησης ενός στιβαρού νοήματος, μιας ταυτότητας επιτέλους.
Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, μια νέα γενιά θα επιχειρήσει το πάντρεμα του ελλαδικού βιώματος με τρόπους που έχουν δοκιμαστεί επιτυχώς στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Τα πρώτα σκιρτήματα θα τα διαδεχτεί η δυναμική γονιμότητα των πεζογράφων της Γενιάς του ’30 – όπως άλλωστε συνέβη και στην ποίηση εκείνης της γενιάς, θα έχουμε πολλές διαφορετικές γραφές και τεχνοτροπίες, μια έκρηξη δημιουργικότητας. Η ηθογραφία αρχίζει να εγκαταλείπεται, το σύντομο αφήγημα παραχωρεί τη σκυτάλη σε εκτενέστερες συνθέσεις, το ειδύλλιο ωχριά μπροστά στην τραγικότητα και στην απόπειρα έκφρασης των συγκλονιστικών αναστατώσεων σε όλη την κοινωνική σφαίρα.
Ο Μ. Καραγάτσης θα μας δώσει τα πιο ενδιαφέροντα μυθιστορήματα (Γιούγκερμαν, Συνταγματάρχης Λιάπκιν, Ο κίτρινος φάκελος κ.ά.), ενώ διόλου αμελητέο δεν είναι το καταλυτικό και σαρωτικό χιούμορ του Γιάννη Σκαρίμπα (Το Βατερλώ δύο γελοίων).
Άλλα μυθιστορήματα που ξεχωρίζουν είναι η Αργώ του Γιώργου Θεοτοκά και η Eroica του Κοσμά Πολίτη, όπου μάλιστα η συγκινησιακή φόρτιση συμπλέκεται με την τάση ειρωνικής αποστασιοποίησης. Από την άλλη, ο Ηλίας Βενέζης, η Διδώ Σωτήρίου και ο Στρατής Δούκας θα αφηγηθούν τα βάσανα του ξεριζωμού, της αιχμαλωσίας, γυμνώνοντας το κείμενο από κάθε ρητορισμό, από μεταφορές, από λυρικές εξάρσεις, αφήνοντας το ίδιο το βίωμα να μιλήσει τη γλώσσα του: απέριττη, δραματική, ελάχιστα λογοτεχνική, γυμνή.
Παραλλήλως, αρχίζει να γίνεται αισθητή η επίδραση των μοντερνιστικών πειραμάτων – του εσωτερικού μονολόγου, της αυτόματης γραφής. Θα μεταφραστούν αποσπάσματα από το Ulysses του James Joyce, και από το Les lauriers sont coupes του E. Dujardin (εισηγητή και θεωρητικού της τεχνικής του εσωτερικού μονολόγου).
Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης θα επωφεληθεί τα μάλα από την τεχνική αυτή, και θα μας προσφέρει πεζογραφήματα μεγάλης πυκνότητας, λαβυρινθώδους πλοκής και αλλεπάλληλων εκπλήξεων (Ο πεθαμένος και η ανάσταση, Το μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης). Ο Στέλιος Ξεφλούδας θα επιχειρήσει μάλιστα να εξηγήσει θεωρητικά τη σημασία του εσωτερικού μονολόγου στο σύγχρονο μυθιστόρημα. Γράφει: «Άλλοτε ο μυθιστοριογράφος ζητούσε να μας δώσει το θέαμα της ζωής, τις εσωτερικές συναισθηματικές αντιθέσεις απέναντι στα εξωτερικά γεγονότα, περιέγραφε τη ζωή παρά την ψυχή. Η αξία του εξαρτιόταν από την αληθοφάνεια του έργου του. Σήμερα, το μυθιστόρημα είναι μια αυτοδοκιμασία κι ένας αυτοέλεγχος, μεταφυσική στροφή προς τα ένδον, αναζήτηση της έννοιας της ύπαρξης. Το όραμα του μυθιστοριογράφου έχει αλλάξει, κυριαρχεί η “ένδον όρασις”».
Ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος και ο Εμφύλιος που ακολούθησε θα διχάσουν και πάλι την Ελλάδα. Όπως και στην ποίηση, θα σημειωθεί η τάση σύνδεσης του «εγώ» με το «εμείς», η ανάγκη της ένταξης σε ένα από τα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα, η πίεση της συνύπαρξης, που καθορίζεται όχι από την ελεύθερη επιλογή, αλλά από τη δυναμική εξωγενών παραγόντων.
Ο Στρατής Τσίρκας θα αποπειραθεί, επιτυχώς, με την τριλογία Ακυβέρνητες πολιτείες μια μεγάλη σύνθεση, όπου τόσο η ιδεολογική στράτευση όσο και η αισθητική μέριμνα θα έχουν τη θέση που τους αρμόζει.
Ο Δημήτρης Χατζής, επίσης, δεν θα θυσιάσει την τεχνική στην ιδεολογία, δίνοντάς μας αφηγήματα ανθεκτικά στο χρόνο. Από την άλλη πλευρά του λόφου, ο Ρένος Αποστολίδης, διατηρώντας μια μάλλον ουδέτερη στάση, δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει προωθημένες αφηγηματικές τεχνικές και μια πύκνωση του λόγου τέτοια ώστε να αποδοθεί ένα κλίμα παραλόγου.
Ο Μάριος Χάκκας και ο Άρης Αλεξάνδρου (έχοντας αμφότεροι θητεύσει και στην ποίηση) θα είναι οι αιρετικές φωνές μέσα στην Αριστερά, θα είναι εκείνοι που καταγγέλλουν τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς με ένα χιούμορ που αγγίζει τα όρια του τραγικού.
Ο Χάκκας θα προτιμήσει τη φόρμα του σύντομου αφηγήματος, ενώ ο Αλεξάνδρου θα τολμήσει μια συγκλονιστική σύνθεση (Το κιβώτιο), όπου με ποικίλες τεχνικές, όχι πάντα αμέσως ορατές, θα αποδώσει τον εφιάλτη ενός ανθρώπου διωκόμενου από τους ίδιους τους συντρόφους του. Χαρακτηριστικό της τεχνικής του Αλεξάνδρου είναι το σημείο όπου ο ήρωας, ο οποίος συντάσσει την απολογία του, παύει να γράφει ψύχραιμα όταν του στερούν το τσιγάρο και εκεί ο λόγος του Αλεξάνδρου γίνεται όντως σπασμωδικός, αδέξιος, ταρακουνημένος.
Η βασανιστική αίσθηση της προσωρινότητας, η παντελής απουσία κάποιου έρματος στην κοινωνική και πολιτική ζωή της μετεμφυλιακής Ελλάδας και οι ασφυκτικές πιέσεις για ιδεολογική στοίχιση τόσο από τη Δεξιά όσο και από την Αριστερά ήταν φυσικό να ωθήσουν στην παραγωγή έργων που μοιάζουν περισσότερο με σύνολο σκιρτημάτων παρά με κάτι ολοκληρωμένο και άρτιο.
Και αυτό έμελλε να συνεχιστεί επί δεκαετίες, και ισχύει σε μεγάλο βαθμό έως τις μέρες μας. Κατά μία έννοια, σύνολη η ελληνική πεζογραφία από τον Εμφύλιο και μετά είναι ένα συνονθύλευμα (ενδιαφέρον, πάντως, και ενίοτε εκρηκτικό) από δοκιμές και ψηλαφήσεις. Όχι σπάνια, αγγίζει τα όρια της ποιήσεως, γίνεται εκχύλιση προσωπικών βιωμάτων και σκέψεων, αυτοέκφραση.
Ο Μένης Κουμανταρέας και ο Βασίλης Βασιλικός, ένα ακόμη δίπολο στην ελληνική λογοτεχνία, μόχθησαν αμφότεροι να γράψουν εκτενή μυθιστορήματα διά των οποίων να εκφραστεί η αστική ζωή, τα δεινά, οι μικρές χαρές, τα σκαμπανεβάσματά της. Η Αθήνα, και δη το κέντρο της, η πλατεία Βικτωρίας και η Κυψέλη, βρίσκει τον εκφραστή της στον Κουμανταρέα (Βιοτεχνία υαλικών, Κυρία Κούλα, Το κουρείο, Δυο φορές Έλληνας) ενώ ο Βασιλικός, πολιτικοποιημένος αλλά και στρατευμένος στην υπόθεση του μυθιστορήματος-ντοκιμαντέρ, θα μεταφέρει στις σελίδες του τα κρίσιμα γεγονότα της εποχής μας, από τη δολοφονία του βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη (Ζ), τη ζωή των αριστερών εξόριστων κατά τη διάρκεια της Χούντας, μέχρι και το σκάνδαλο Κοσκωτά.
Ο Κώστας Ταχτσής, με το Τρίτο στεφάνι, το μοναδικό του μυθιστόρημα, θα επιχειρήσει μια τοιχογραφία της ελληνικής ιστορίας και κοινωνίας, με γλώσσα ρέουσα και παλλόμενη από τη συγκίνηση και το συναίσθημα. Παραλλήλως, με μικρά πεζογραφήματα, ο Γιώργος Ιωάννου θα μιλήσει τόσο για ιστορικά γεγονότα που ταλανίζουν τον τόπο όσο και για την περιπέτεια της καθημερινής ζωής, την αγωνία του μεμονωμένου ανθρώπου σε έναν κόσμο εχθρικό, την έως συντριβής πάλη του παλλόμενου από ερωτικά πάθη σώματος με τον κοινωνικό περίγυρο, όπου κυριαρχεί η βαναυσότητα.
Ο Γιώργος Χειμωνάς απομακρύνεται συνειδητά από το ρεαλισμό και υιοθετεί μια ποιητική γραφή, πότε αποστασιοποιημένη και πότε ψυχρή, όπου οι προσωπικές εξάρσεις συνδέονται με αναφορές σε σημαντικά γεγονότα που συγκλόνισαν τον τόπο μας, αλλά και με καταβυθίσεις σε μύθους της αρχαιότητας, συνθέτοντας ένα παλίμψηστο που προσεγγίζει κατά πολύ την ποίηση.
Άλλοι σημαντικοί πεζογράφοι, σχεδόν συμπορευόμενοι με την ποιητική Γενιά του ’70, είναι οι: Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Νίκος Χουλιαράς, Μάρω Δούκα, Ρέα Γαλανάκη, Φίλιππος Δρακονταειδής, Πάνος Θεοδωρίδης κ.ά.
Θα χρειαστεί να περιμένουμε τη Μεταπολίτευση (1974) για να αρχίσει η ελληνική πεζογραφία να χειραφετείται από τους δύο πολιτικούς πόλους, όχι τόσο μορφολογικά αλλά, κυρίως, θεματικά. Πολλά συμβάντα και χαρακτηριστικά της ελληνικής ζωής έμειναν έως τότε ανεπεξέργαστα, έμειναν κυριολεκτικά στο περιθώριο. Ακόμη και μια απλή ερωτική ιστορία φαινόταν να είναι πάντα φορτισμένη με ιδεολογικές και πολιτικές συνιστώσες.
Μια ξεχωριστή περίπτωση είναι αυτή του Δημήτρη Νόλλα, ο οποίος φαίνεται ότι λειτουργεί ως ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα στη βαθιά πολιτικοποιημένη γενιά και στους νεότερους που θέλουν να απαλλαγούν από το άχθος της στρατευμένης ηθογραφίας. Ο Νόλλας (Νεράιδα της Αθήνας, Πολυξένη) μεταφέρει τους ρυθμούς της ροκ μουσικής στο χαρτί, εναλλάσσει κοφτές φράσεις με παραληρήματα, παρασύρει τον αναγνώστη σε μουσικές δίνες.
Στη χειραφέτηση από το πολιτικό στοιχείο έχουν συμβάλει ο Σάκης Παπαδημητρίου, με σύντομα πειραματικά πεζογραφήματα, ο Πάνος Κουτρουμπούσης, με ακαριαία χιουμοριστικά πεζά όπου η γλώσσα του Καραγκιόζη, του Γκαούρ Ταρζάν και της εγχώριας pulp fiction συνδυάζεται με εκείνη των κόμικς και της επιστημονικής φαντασίας, ο Νάνος Βαλαωρίτης, με υπερ-ρεαλιστικά πεζογραφήματα, ο Αντώνης Σουρούνης, με τη χαρτογράφηση του κόσμου των μεταναστών, των περιθωριακών, των τυχοδιωκτών, ο Τάσος Γουδέλης, με τη μοντερνιστική ατμόσφαιρα των διηγημάτων του, η Μαρία Ευσταθιάδη με τους γλωσσικούς και υφολογικούς πειραματισμούς της. Ο σκηνοθέτης Νίκος Νικολαϊδης έχει γράψει, σε χρόνο ανύποπτο, δύο μυθιστορήματα (Ο οργισμένος Βαλκάνιος, Γουρούνια στον άνεμο), όπου η τζαζ, το ροκ, τα όμορφα παλιά αυτοκίνητα, οι μοτοσικλέτες και η αγέρωχη στάση απέναντι στη ζωή συνθέτουν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ. Φυσικά, δεν λείπει η περιπέτεια και η δράση.
Είναι μάλλον ενδιαφέρον ότι πολλές γυναίκες συγγραφείς τείνουν να εκφράσουν πολύ εναργέστερα και δυναμικά αυτή τη χειραφέτηση, εκπτύσσοντας μάλιστα ένα καταλυτικό χιούμορ και απλώνοντας έναν αέρα ελευθερίας τόσο μορφολογικά όσο και θεματικά. Δεσπόζουσες μορφές εδώ είναι η Έρση Σωτηροπούλου (Διακοπές χωρίς πτώμα, Η φάρσα), η Μαρία Μήτσορα (Άννα να ένα άλλο, Σκόρπια δύναμη, Η περίληψη του κόσμου), η Σώτη Τριανταφύλλου (Μέρες που έμοιαζαν με μανταρίνι, Άλφαμπετ Σίτυ, Υπόγειος ουρανός), η Ζυράννα Ζατέλη (Και με το φως του λύκου επανέρχονται).
Κυρίαρχα στοιχεία, εκτός από το χιούμορ, είναι η αναψηλάφηση ερωτικών σκιρτημάτων και σχέσεων διόλου μελοδραματικών ή γλυκανάλατων, όπως συμβαίνει σε κάποια εμπορικά παραπροϊόντα, αλλά δυναμικών, βίαιων, πολύπλοκων, όπως τις διαπραγματεύεται ο κινηματογράφος του Μικελάντζελο Αντονιόνι· η εξοικείωση με τη σύγχρονη αμερικανική και ευρωπαϊκή πεζογραφία, μια γόνιμη ευρυμάθεια που απλώνεται στον κινηματογράφο, στη ροκ μουσική, στη μοντέρνα ζωγραφική και κάθε είδους καλλιτεχνικές αναζητήσεις και πειραματισμούς· η δυναμική της σύγχρονης αστικής ζωής· ένας επίσης γόνιμος κοσμοπολιτισμός· μια άρνηση, επιθετική και βίαιη πολλές φορές, της συναισθηματικής, υλικής και πνευματικής μιζέριας. Ο Πέτρος Τατσόπουλος, ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος, ο Άρης Σφακιανάκης, ο Χρήστος Χωμενίδης, ο Χρήστος Βακαλόπουλος, ο Αλέξανδρος Ασωνίτης, ο Φαίδων Ταμβακάκης, ο Σωτήρης Δημητρίου, ο Μισέλ Φάις έχουν επίσης επιχειρήσει να γράψουν σύγχρονες ιστορίες, αθηναϊκές εν πολλοίς, να εκφράσουν αυτό που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια στον τόπο μας, και που δεν έχει κάτι το εμφανώς τραγικό, επικό, ηρωικό, πάρα ταύτα δεν παύει να απαιτεί τα δικαιώματά του στη μυθοπλασία. Ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί ο Ευγένιος Αρανίτσης, αόκνως πειραματιζόμενος με πολλά είδη γραπτής έκφρασης (δοκίμιο, ποίηση, διήγημα, μυθιστόρημα). Ο Αρανίτσης, τόσο στα μυθιστορήματα Αφρική και Λεπτομέρειες για το τέλος του κόσμου όσο και στα αφηγήματα και στα ποιήματά του, καταπιάνεται με την παρωδία, στα χνάρια συγγραφέων όπως ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, ακόμη και ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, ενώ παίζει με πληθώρα ιδιολέκτων και γλωσσικών τροπισμών. Το χιούμορ του είναι ιλιγγιώδες και εκρηκτικό, ο δε αναγνώστης περικυκλώνεται από τόσα λογοπαίγνια, αναταράξεις της πλοκής, κλυδωνισμούς του ύφους και αλλαγές θερμοκρασίας, που στο τέλος φαίνεται υποχρεωμένος να επαναπροσδιορίσει τη σχέση του με την ανάγνωση και με ό,τι έως τώρα πίστευε πως είναι το μυθιστόρημα.
Προσφάτως, παρατηρείται έντονη στροφή στο λεγόμενο ιστορικό μυθιστόρημα και εμπλουτισμός της αφήγησης με πολλά πραγματολογικά στοιχεία. Η Ρέα Γαλανάκη, ο Κωστής Γκιμοσούλης, η Μάρω Δούκα, η Σώτη Τριανταφύλλου έχουν δοκιμάσει, με επιτυχία, τις δυνάμεις τους σε αυτό το είδος.
Ενδιαφέρουσα επίσης είναι η στροφή στο λεγόμενο αστυνομικό αφήγημα, κάτι που ίσαμε σήμερα δεν είχε μεγάλη επιτυχία (αν εξαιρέσουμε τον Γιάννη Μαρή και την Αθηνά Κακούρη). Τα τελευταία χρόνια, ο Φίλιππος Φιλίππου, ο Πέτρος Μαρτινίδης, ο Ανδρέας Αποστολίδης και ο Πέτρος Μάρκαρης διακονούν με ήθος, ύφος και ευφυΐα το απαιτητικό αυτό είδος. Η στροφή αυτή αποτελεί συνέπεια του γεγονότος ότι οι πόλεις αρχίζουν να γίνονται όντως πόλεις-άστεα και όχι συνονθύλευμα χωριών, οπότε το έγκλημα αστικοποιείται, «εκσυγχρονίζεται» και στη χώρα μας, και παύει να περιορίζεται στο παράφορο έγκλημα πάθους ή τιμής. Ας σημειωθεί ότι οι συγγραφείς αυτοί προηγουμένως είχαν, επιτυχώς, θητεύσει στη μετάφραση, στη δημοσιογραφία και στη δοκιμιογραφία.
Τέλος, μια νεότατη γενιά αρχίζει να κάνει αισθητή την παρουσία της. Εξερευνά τη ζωή εκείνων που, ως φαίνεται, έχουν κάψει όλες τις γέφυρες με το παρελθόν (με ολέθρια αποτελέσματα, πολλές φορές, ως προς την πνευματική, ψυχική και νοητική συγκρότησή τους), εκείνων που έχουν το βλέμμα στραμμένο μονίμως σε ένα φαντασμαγορικό, αλλά συνάμα σκληρό παρόν και σε ένα αβέβαιο μέλλον. Και πάλι μια γυναίκα, η Άντζελα Δημητρακάκη (Ανταρκτική), είναι η προεξάρχουσα μορφή της.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια έντονη κινητικότητα στη σφαίρα της πεζογραφίας, η οποία όμως δεν φαίνεται να διατηρεί καλές σχέσεις με την καλλιτεχνική δημιουργικότητα, με την αισθητική αναζήτηση και την ανάγκη της έκφρασης, αλλά μονάχα με την κυνική εμπορευματοποίηση. Δεν πρόκειται κατ’ ουσίαν για λογοτεχνία αλλά για προϊόντα με ημερομηνία λήξεως, προορισμένα να καταναλωθούν με βουλιμία και εν συνεχεία να λησμονηθούν ακαριαία, όπως άλλωστε ήδη συμβαίνει.
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
Ξέρουμε ότι οι κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές αναστατώσεις ευνοούν τη λογοτεχνία, ευνοούν κυρίως τους τρόπους με τους οποίους η λογοτεχνία συμπλέκεται με την κοινωνική ζωή, καθώς και τους τρόπους με τους οποίους κοινωνούμε, δεξιωνόμαστε και αφομοιώνουμε τη λογοτεχνία.
Ο εικοστός αιώνας υπήρξε για τη χώρα μας, όπως και για όλη την υπόλοιπη Ευρώπη, ένας αιώνας αναστατώσεων, σφοδρών συγκρούσεων, ραγδαίων και ιστορικών αλλαγών. Δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, πολλές επαναστάσεις, πολλαπλές ρήξεις με το παρελθόν, επιταχύνσεις σε όλους τους τομείς της κοινωνικής σφαίρας άφησαν ανεξίτηλα σημάδια στον άνθρωπο και επαναπροσδιόρισαν το corpus των αξιών.
Η ελληνική λογοτεχνία στον εικοστό αιώνα χαρακτηρίζεται από μια σαφέστατη κατίσχυση της ποιήσεως έναντι της πεζογραφίας, και από μία αγωνιώδη σύγκρουση (γονιμότατη, εντούτοις) ανάμεσα στην παράδοση και στην καινοτομία. Πολλοί σημαντικοί Έλληνες λογοτέχνες δεν θα κατορθώσουν ποτέ να δώσουν μια οριστική απάντηση στο ερώτημα του εάν μένουν εγκλωβισμένοι στην παράδοση ή εάν οφείλουν να καινοτομήσουν. Και, εντέλει, αυτός ο παράδοξος εγκλωβισμός, αυτή η «καθήλωση», λειτούργησε προς όφελος της ποιητικής γλώσσας και έκφρασης.
Ακόμη και στα τέλη του αιώνα, κορυφαίοι Έλληνες εκπρόσωποι του μοντερνισμού, ποιητές που πειραματίστηκαν με τα όρια της γλώσσας και που εκφράστηκαν με fragmenta, με θραύσματα λόγου, δεν θα διστάσουν να μετέλθουν και σχεδόν δημωδών σχημάτων, μέτρων και ρυθμών. Ο Νίκος Καρούζος, ένας από τους πλέον μοντερνικούς ποιητές μας, θεωρεί αναφαίρετο δικαίωμά του να συστεγάσει στην ίδια ποιητική συλλογή στίχους ακραιφνώς μοντέρνους («Μα να! Ο ήλιος φασκιωμένος με ομίχλη χαμουρεύεται/ τη νύχτα θα ποζάρει το φεγγάρι/ γιαουρτωμένο./ Ζεμάτισμα στο δέρμα κι απειλή/ με ξανθό περίστροφο») και στίχους που θυμίζουν δημοτικό τραγούδι («Στην Καλαμάτα κλάματα, στο Δίστομο μαχαίρια»).
Ήδη από την αυγή του εικοστού αιώνα συναντάμε στην ποίησή μας αντίρροπες δυνάμεις, που όμως συνθέτουν ένα όλον – όλον που σήμερα πια, post festum, μας φαίνεται συνεκτικό, εξόχως ενδιαφέρον, τερπνό και ψυχωφελές.
Από τη μια, έχουμε ποιητές άρρηκτα δεμένους με την παράδοση και ποιητές που επιθυμούν να έρθουν σε ρήξη με τους παραδοσιακούς τρόπους, να απελευθερώσουν όσο μπορούν τη γλώσσα, τις δυνατότητες και τη χρήση της ομιλίας, σύμφωνα με τη διατύπωση του Νίκου Καρούζου. Το δίπολο όπου σχηματοποιείται αυτή η διαμάχη παράδοσης/καινοτομίας αποτελούν οι ποιητές Κωστής Παλαμάς και Κωνσταντίνος Καβάφης. Θα μπορούσαμε να τολμήσουμε την άποψη ότι σύνολη η ελληνική ποίηση του εικοστού αιώνα αποτελεί γέννημα των δύο αυτών κορυφαίων και τόσο διαφορετικών ποιητών. Ο Παλαμάς θα συνδυάσει με άνεση το λυρισμό, το έπος και το δράμα, αντλώντας από την ιστορία του τόπου, συνομιλώντας ποιητικά τόσο με τον Διονύσιο Σολωμό και τον Ανδρέα Κάλβο όσο και με το δημοτικό τραγούδι. Οι στίχοι του είναι ρωμαλέοι, πολλές φορές συνθέτει πολύστιχα, μεγαλόπνοα έργα (Ο δωδεκάλογος του γύφτου, Η φλογέρα του βασιλιά) μολονότι δεν απουσιάζει η σατιρική διάθεση, το έργο του Παλαμά απευθύνεται άμεσα στο θυμικό, θέλει πρωτίστως να συγκινήσει, να συνεπάρει, να ενθουσιάσει, να συνεγείρει.
Στους αντίποδες βρίσκεται ο Κωνσταντίνος Καβάφης, ίσως ο γενάρχης του μοντερνισμού στην Ελλάδα. Αντλεί και αυτός από την ιστορία του τόπου, πλην όμως εδώ ο ενθουσιασμός και ο παλμός αντικαθίστανται από τη μελαγχολική διάθεση, την ειρωνεία, την αποστασιοποίηση. Ο Καβάφης προτιμά να καλλιεργήσει ένα λόγο που θεωρήθηκε αντιποιητικός, ένα λόγιο λόγο, λιτό και στιλβωμένο, ένα λόγο που μιλάει με ευκρινείς ψιθύρους, με λυγμούς, και όχι με ιαχές.
Εύκολα εντοπίζονται οι διαφορές:
«Μα εγώ δε θέλω την έγνοια, το κοίταμα εγώ των ανθρώπων, / τούτου κι εκείνου τον Άνθρωπο θέλω τους άνθρωπους όχι/ μόνο στον Άνθρωπο εγώ το λουλούδι του λόγου προσφέρνω / Μένα η χαρά της ζωής μου και η χάρη μου, η δέσποινα Μούσα, / το μέτωπό μου βαθιά με του Πάντα σφραγίζει τη βούλλα, / με τη σφραγίδα του Τώρα ποτέ» (Παλαμάς).
«Δεν τα ηύρα πια ξανά – τα τόσο γρήγορα χαμένα… / τα ποιητικά τα μάτια, το χλωμό/ το πρόσωπο… στο νύχτωμα του δρόμου…// Δεν τα ηύρα πια – τ’ αποκτηθέντα κατά τύχην όλως, / που έτσι εύκολα παραίτησα / και που κατόπι με αγωνίαν ήθελα. / Τα ποιητικά τα μάτια, το χλωμό το πρόσωπο, / τα χείλη εκείνα δεν τα ηύρα πια» (Καβάφης).
Παρά τις διαφορές αυτές (ίσως μάλιστα εξαιτίας τους) και παρά τις ενίοτε πικρόχολες ή και γελοιογραφικές επιθέσεις (ο Παλαμάς, π.χ., δεν διστάζει να αποφανθεί ότι ο Καβάφης δεν είναι ποιητής αλλά ρεπόρτερ, ενώ ο Καβάφης, από τη μεριά του, είχε βαφτίσει «παλαμικό» το δευτέρας ποιότητας ουίσκι που επεφύλασσε στους καλεσμένους του τους οποίους δεν συμπαθούσε πολύ), οι δύο αυτοί ποιητές μπολιάζουν το έργο τόσο των υπέρμαχων της παράδοσης όσο και των καινοτόμων, πολύ περισσότερο απ’ όσο φαίνεται με την πρώτη ματιά.
Ένα άλλο δίπολο είναι αυτό του Άγγελου Σικελιανού και του Τάκη Παπατσώνη. Ακραιφνής ελληνολάτρης ο πρώτος, μεγαλόπνοος, οραματιστής, αγγίζει πολλές φορές τους ρυθμούς ενός εμβατηριακού μένους. Ο δεύτερος, στοχαστικός, μεταφυσικός, ερωτοτροπεί με τη φιλοσοφία, παντρεύει τη βαθιά συγκίνηση με μιαν εξίσου βαθιά πνευματικότητα.
Παραλλήλως, σημειώνεται ο πεσιμισμός του Κώστα Καρυωτάκη, με έντονο το σαρκασμό, την τάση καταβύθισης στη σιωπή, την άρνηση σύνολου του θεσμοποιημένου λυρισμού, ρομαντισμού και του γλωσσικού ιδιώματός τους. Ο Καρυωτάκης αρνείται τόσο πολύ τη δοξολογία υπέρ του τόπου, της χώρας, των ριζών, που γίνεται, μαζί με τον Καβάφη, η κυριότερη πηγή έμπνευσης των ποιητών εκείνων που είναι, σύμφωνα με την ωραία διατύπωση του Ανδρέα Εμπειρίκου, «της μη συμμορφώσεως οι άγιοι». Όπως σημειώνει ο ποιητής Βύρων Λεοντάρης, «με τον Καρυωτάκη η νεοελληνική ποίηση συναντά για πρώτη φορά το αδιέξοδό της… Κοινωνικός ποιητής ο Καρυωτάκης και συγχρόνως ποιητής της εσωτερικής κοινωνικής περιπέτειας, ένωσε τις άκρες των δύο τάσεων προκαλώντας την τρομερή ηλεκτρική κένωση στο σώμα της λογοτεχνίας μας».
Η περιλάλητη «Γενιά του ’30» εμφανίζεται δυναμικά στο προσκήνιο σαν ένας εκρηκτικός συνδυασμός όλων των στιλ και των τάσεων που είχαν ίσαμε τότε μπολιάσει γόνιμα τους ποιητές μας. Δύο μετέπειτα νομπελίστες (Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης) δύο ακραιφνείς υπερ-ρεαλιστές (Ανδρέας Εμπειρίκος, Νίκος Εγγονόπουλος), μοναχικές αλλά τόσο ενδιαφέρουσες και πρωτοποριακές φωνές (Θεόδωρος Ντόρρος), εξαιρετικά πεπαιδευμένοι και καλλιεργημένοι κοσμοπολίτες (Γιώργος Σαραντάρης, Νικόλαος Κάλας), πολυγραφότατοι στρατευμένοι αριστεροί (Γιάννης Ρίτσος, Ζήσης Οικονόμου) φωταγωγούν –έστω και για λίγους αρχικώς– το χώρο εκείνο της γλώσσας που είναι ο πλέον εκφραστικός, ο πλέον σημαντικός για τη λογική και την ευαισθησία μας: την ποίηση. Ο πλούτος αυτών των ποιητών φαίνεται ακόμη αξεπέραστος σήμερα. Η δε διάθεσή τους να καινοτομήσουν, σε συνδυασμό με τη θητεία τους στις ήδη υπάρχουσες φόρμες, τις οποίες επιθυμούν να υπερβούν, αφού προηγουμένως τις έχουν δοκιμάσει εξαντλητικά, παράγει έργα εμπρηστικής εικονοποιίας, μοναδικού δυναμισμού, αλλεπάλληλων μορφικών εκπλήξεων. Το χιούμορ και ο ερωτισμός συνδυάζονται με τη μελαγχολία και το σπαραγμό το επικό στοιχείο παντρεύεται με την ειρωνική ματιά, η βαρύτητα και βαθύτητα του στοχασμού ανταλλάσσουν θερμές χειραψίες με τον εσκεμμένο παραλογισμό και τη μελετημένη και μεθοδική υπονόμευση της λογικής.
Κάτι που παραμένει ακόμη υπό εκκρεμότητα –όχι τόσο φιλολογικού όσο πολιτικού κοινωνικού τύπου– είναι το εάν και κατά πόσον ορισμένες αιχμές της ποίησης αυτής τείνουν στην υπέρβαση της Τέχνης καθαυτής και στη μετατροπή της ίδιας της Ζωής σε Τέχνη, όπως ήθελαν αρχικώς οι Γάλλοι υπερ-ρεαλιστές και, εν συνεχεία, οι σημαντικοί επίγονοί τους, οι καταστασιακοί (situationnistes). Ήδη ο Ανδρέας Καραντώνης, ο «θεωρητικός εκπρόσωπος» της γενιάς, θα μιλήσει για το «μοιραίο γεγονός ότι ο Ντόρρος, μ’ όλη του την πρωτοβουλία και την αίσθηση του καινούργιου, δεν μπόρεσε να γίνει ή δεν υπήρξε ποτέ ποιητής». Το ίδιο θα μπορούσε κάλλιστα να ειπωθεί και για τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Το στοίχημα στην τέχνη, από ένα σημείο και μετά, είναι ακριβώς το να πάψεις να είσαι ποιητής που συνθέτει απλώς ποιήματα, είναι να εγείρεσαι από ποιητικά γεγονότα και να προκαλείς ποιητικά γεγονότα – μια συζήτηση που μπορεί να φτάσει πολύ μακριά. Αν παρακάμψουμε τις φιλολογικές, αλλά και πολιτικές διαμάχες που ξέσπασαν σχετικά με τη Γενιά του ’30, θα μας μείνει, σήμερα πια, η απόλαυση του ποιητικού λόγου. Ιδού ένα ελάχιστο δείγμα:
«Τ’ αναιμικό αντρόγυνο της εργατιάς σέρνει ανάμεσά του ένα παιδάκι./ Με αργοκίνητη απόλαυση». (Ντόρρος)
«Δυο βαριά άλογα και ένα αργό αμάξι, αυτό ή κάτι άλλο,/ έξω από το παράθυρό του στο δρόμο/ αυτός ο θόρυβος./ Σε λίγο θα ’χει νυχτώσει βλέπω να με κοιτάζει ακόμη/ ένα αέτωμα γεμάτο αγάλματα ακρωτηριασμένα./ Πόσο βαριά είναι τα αγάλματα;/ Προτιμώ μια στάλα αίμα από ένα ποτήρι μελάνι». (Σεφέρης)
«Ένα αχλάδι ένα μήλο ένα ροδάκινο ένα πεπόνι/ Το κορίτσι-αχλάδι το κορίτσι-μήλο το κορίτσι-ροδάκινο το κορίτσι-πεπόνι/ Έτσι διαλέγω τους καρπούς και την τροφή μου/ έτσι/ Τρώγω την ομορφιά τώρα νιώθω τη φλούδα των/ γυναικών/ Τώρα γνωρίζω την καρδιά των γυναικών/ Τώρα που λιώνω τα βυζιά τους στο δικό μου στόμα/ Κι αυτά ξαναγεννιούνται πάλι/ Σαν τα κεράσια/ Και σε άλλο στόμα πηγαίνουν/ Αφράτα απύθμενα» (Σαραντάρης)
«τα μαλλιά της είναι σαν χαρτόνι/ και σαν ψάρι/ τα δυο της μάτια είναι/ σαν ένα περιστέρι/ το στόμα της/ είναι σαν τον εμφύλιο πόλεμο/ (στην Ισπανία)/ ο λαιμός της είναι ένα κόκκινο/ άλογο/ τα χέρια της/ είναι σαν τη φωνή/ του πυκνού/ δάσους/ τα δυο της στήθη είναι/ σαν τη ζωγραφική μου/ η κοιλιά της είναι/ η ιστορία/ του Βέλθανδρου και της Χρυσάντζας». (Εγγονόπουλος)
«“Σαράντα αιώνες μας θωρούν”/ είπε ο μέγας στρατηλάτης στο στράτευμά του/ ο Βοναπάρτης/ εμείς δεν ξέρουμε πόσα χρόνια μας κοιτάζουν/ πώς να το ξέρουμε μια που δεν έχουμε αυτοκράτορα/ κείνο που νιώθουμε/ είναι/ πως έχουμε δεσμά/ που πρέπει να φύγουν/ γιατί πονούν/ γιατί σφίγγουν/ όπως τα δάχτυλα/ το ’να με τ’ άλλο/ σε σχήμα γροθιάς/ η άδεια παλάμη/ τη γύμνια πρέπει να σκεπάσει». (Κάλας)
«Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια. Υπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα και απ’ αυτήν την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους. Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη. Σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη μάζα μας. Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας και κάθε μας ευχής εν παντί τόπω εις πάσαν στιγμήν εις κάθε ένθερμον αναμόχλευσιν των υπαρχόντων. Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένον δέρας της υπάρξεώς μας». (Εμπειρίκος)
«Αυτά τα κόκκινα σημάδια στον τοίχο μπορεί να ’ναι κι από/ αίμα/ — όλο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα – / μπορεί να ’ναι κι απ’ το λιόγερμα που χτυπάει στον απέναντι τοίχο./ Κάθε δείλι τα πράγματα κοκκινίζουν πριν σβήσουν/ κι ο θάνατος είναι πιο κοντά. Έξω απ’ τα κάγκελα/ είναι οι φωνές των παιδιών και το σφύριγμα του τρένου». (Ρίτσος)
«Πρόσεξε! Η φωνή που άλλοτε ξεχνούσες ανθίζει τώρα στο στήθος σου. Το κοράλλι αυτό που ανάβει ολομόναχο είναι το τάξιμο που δεν έστερξες ποτέ σου. Κι η μεγάλη πυρά που θα σ’ αφάνιζε είναι αυτός ο ανάλαφρος ίλιγγος που σε δένει μ’ απόχρωση αγωνίας στα λοίσθια των μενεξέδων./ Στο βυθό της μουσικής συνταξιδεύουμε…» (Ελύτης)
Ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος και, στην Ελλάδα, η συνέχιση της αιματοχυσίας λόγω του Εμφυλίου, επηρέασαν καταλυτικά την ποίηση. Χρειάστηκαν πάνω από τρεις δεκαετίες ώσπου, με τη λεγόμενη Γενιά του ’70, ν’ αρχίσουν να σβήνουν από την ποίηση τα ίχνη των γεγονότων που ταλάνισαν τη χώρα. Όσο κι αν υπήρξαν μεταπολεμικώς σημαντικές –έστω ωραίες– φωνές, όσο κι αν πολλοί αρνήθηκαν να λάβουν θέση, είναι αληθές ότι νους και θυμικό του ποιητή εστιάζουν στο πολιτικό μάλλον και λιγότερο στο αισθητικό (το οποίο φαίνεται να λειτουργεί ως όχημα μετάδοσης ιδεών ή/και συγκινήσεων που έχουν προκληθεί από το πρώτο).
Οι μεταπολεμικές γενιές (πρώτη και δεύτερη, σύμφωνα με τους γραμματολόγους) κουβαλούν το άχθος του Εμφυλίου, φέρουν τις μνήμες, τοποθετούνται. Στην ποιητική σφαίρα, η νίκη ανήκει στους ηττημένους της σφαίρας της πραγματικότητας. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι σημαντικοί μεταπολεμικοί ποιητές διατηρούν σχέσεις με την Αριστερά, ή έστω πασχίζουν μέσω της ποίησής τους να διερευνήσουν τη διαλεκτική «εγώ/εμείς», μια διαλεκτική δεσπόζουσα, άλλωστε, στη μαρξιστική σκέψη.
Οι φωνές μοιάζουν λιγότερο αισιόδοξες. Ο λυρισμός, καίτοι καθημαγμένος, θάλλει. Μνήμες παραλόγου και υπερ-ρεαλιστικών τρόπων εξακολουθούν να υφίστανται. Γίνονται και προσπάθειες, λιγοστές εντούτοις, για συνθετικά, μεγαλόπνοα έργα. Πάντως, διάχυτη είναι η μελαγχολία, όχι του μεμονωμένου υποκειμένου, αλλά εκείνου που πίστεψε στη συλλογικότητα. Επίσης, η ειρωνεία αλλάζει ηχόχρωμα, γίνεται περισσότερο βραχνή, βαθύφωνη, ακόμα και ψιθυριστή.
Ανάμεσα στους σημαντικούς μεταπολεμικούς ποιητές ξεχωρίζουν ο Δ. Π. Παπαδίτσας, ο Μίλτος Σαχτούρης, ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Κλείτος Κύρου, η Κική Δημουλά, ο Τίτος Πατρίκιος, ο Άρης Αλεξάνδρου (επίσης, δεινός μεταφραστής και πεζογράφος), ο Νάνος Βαλαωρίτης, ο Αλέξης Ασλάνογλου, η Ελένη Βακαλό, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο Θωμάς Γκόρπας, ο Τάσος Δενέγρης, ο Δημήτρης Δούκαρης, ο Μιχάλης Κατσαρός, ο Νίκος Καρούζος.
Πλάι σ’ αυτούς, συγκροτείται και δημιουργεί μία παρέα ποιητών που επιχειρεί, ίσως για πρώτη φορά στην Ελλάδα, μια συνεκτική δραστηριότητα και έκφραση επί σχεδόν τέσσερις δεκαετίες. Πρόκειται για εκείνους που συσπειρώθηκαν γύρω από τα περιοδικά Μαρτυρίες και Σημειώσεις, παντρεύοντας άρρηκτα την ποίηση με το δοκίμιο, την πολιτική τοποθέτηση με το φιλοσοφικό στοχασμό, την κοινωνική κριτική με την αυτοέκφραση. Πρόκειται για τους Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο, Βύρωνα Λεοντάρη, Μάριο Μαρκίδη, Στέφανο Ροζάνη, Μάρκο Μέσκο, Τάσο Πορφύρη, Ζέφη Δαράκη. Και στις μεταπολεμικές γενιές, μ’ όλα τα σωματικά τραύματα και τις ψυχικές πληγές – ας μην ξεχνάμε ότι πολλοί ποιητές μας είτε διώχθηκαν είτε απομονώθηκαν (ορισμένοι μάλιστα όχι μόνο από τη Δεξιά αλλά και από την εν διωγμώ Αριστερά!), ο ποιητικός πλούτος είναι θαυμαστός και καταφέρνει ακόμη να μας συγκινεί.
«Σαν πέρασαν τα χρόνια/ Μαχαιρώναμε από χρέος κλέβαμε τα ρούχα και το ψωμί των/ άλλων/ Δεν ξέραμε τι θα πει φιλία/ Ψάχναμε να βρούμε εκείνους που δεν υπήρξαν». (Παπαδίτσας)
«Γκρίζος ουρανός/ γκρίζος ουρανός/ ουρλιαχτά/ ουρλιάσματα/ σπίτια σακατεμένα/ μες στις καρδιές/ σκοτεινοί βρόχοι/ βράχοι από γυαλί/ αόρατα κόκκινα/ τραγούδια». (Σαχτούρης)
«Ποτέ στ’ αλήθεια δεν το ’μαθα/ τι είναι τα ποιήματα./ Είναι πληγώματα/ είν’ ομοιώματα/ φενάκη/ φρεναπάτη;/ Φρενάρισμα ίσως/ ταραχώδη κύματα;/ τι είναι τα ποιήματα;/ Είν’ εκδορές απλά γδαρσίματα;/ είναι σκαψίματα;/ Είναι ιώδιο; είναι φάρμακα;/ είναι γάζες επίδεσμοι/ Παρηγόρια ή διαλείμματα;/ πολλοί τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα./ Εγώ τα λέω ενθύμια φρίκης». (Καρούζος)
«Είναι να τρελαθεί κανείς όμως κανείς δεν τρελαίνεται/ μέσα σ’ αυτή την τρέλα/ μας σώζουν πάντα ύστερες σκέψεις/ σοφές απομυθοποιήσεις/ – ελεεινές ιστορίες που βρωμίζουν την ψυχή μας – / μας σώζουν πάντα παρασκήνια και λεπτομέρειες που τις/ ανασκαλεύουμε/ σαν τους ρακοσυλλέκτες». (Λεοντάρης)
«Μαζί με σε θυμάμαι και τον Μπελογιάννη/ Το σώμα σου είχε την παγκόσμια θέα/… Γλυκειά μου Μαίρυλιν κι ακόμα πιο γλυκειά/ όταν οι τίμιοι θολώνουν και σε λεν πουτάνα/ γλυκειά μου Μαίρυλιν μάς άφησες ένα στόμα/ να σεργιανάει στου κόσμου τις πληγές». (Γκόρπας)
«Κι απόμενε το χθες με τις επαναστάσεις του/ Και τις απροσδόκητες εξεγέρσεις/ Έστω και ανίσχυρες ή αποτυχημένες/ Έστω και βουτηγμένες στο αίμα των ηρώων». (Ροζάνης)
«Τι να σου κάνουνε τα λίγα εκείνα χρόνια που μπορέσαμε να σταθούμε όρθιοι γύρω σε μια ιαχή; Εδώ χρειάζονταν αιώνες καθαρής γεωμετρίας, κανόνες ανοξείδωτοι σ’ όλους τους καιρούς, κι εμείς δεν είχαμε ούτε δυο στέρεα χρόνια. Μονάχα λέξεις αφήσαμε πίσω μας, λέξεις κλεμμένες από φτωχούς άρρωστους προγόνους που ξεχάσαμε κιόλας τ’ όνομά τους». (Λυκιαρδόπουλος)
«Η αλήθεια είναι πως δεν μας εσκότιζε η θέωση./ Εντοπίζαμε πράγματι εκείνη την εποχή καταφύγια σε ανύπαρκτους/ χάρτες/ κι ελεεινολογούσαμε τη νεότητά μας όχι για ιεροσυλίες αλλά για/ έλλειψη εμβέλειας./ Η ώρα μας ήρθε, ήταν λειψή!/ Ποιος θα έκλεινε πίσω μας τον/ διακόπτη;». (Μαρκίδης)
Η λεγόμενη Γενιά του ’70 αποτελεί ίσως μιαν απάντηση στον (πολύ μετέπειτα) απολογισμό της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, όπως τον συμπυκνώνει θαυμάσια ο Μάριος Μαρκίδης: «Συνελόντι ειπείν είμαστε οι βραδυφλεγείς επίγονοι του σπλην». Οι ποιητές αυτής της γενιάς εμφανίζονται απαλλαγμένοι από την όποια συλλογική ευθύνη, επιχειρούν εκ νέου να διαχωρίσουν το «εγώ» από το «εμείς». Πειραματίζονται πολύ (συχνά με όχι λαμπρά αποτελέσματα), ερωτοτροπούν με το περιθώριο, με τους Αμερικανούς μπίτνικς, με το μινιμαλισμό, ενώ πολλοί στρέφονται στην ποιητική καταγραφή των μικρών καθημερινών πραγμάτων. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι: Γιώργος Χρονάς, Γιώργος Βέης, Αλέξης Τραϊνός, Μιχάλης Γκανάς, Λευτέρης Πούλιος, Αργύρης Χιόνης, Τζένη Μαστοράκη, Κώστας Μαυρουδής, Γιάννης Κοντός, Γιάννης Βαρβέρης, Γιώργος Μαρκόπουλος, Ντίνος Σιώτης, Σωτήρης Κακίσης, Δημήτρης Καλοκύρης, Μιχάλης Μήτρας, Βασίλης Στεριάδης.
Είναι ενδιαφέρον το ότι έχουν αφομοιώσει τόσο στοιχεία από το παρελθόν όσο και στοιχεία της διεθνούς (κυρίως γαλλικής και αμερικανικής) ποίησης των ημερών τους, και, συνήθως, κινούνται με άνεση στο ποιητικό τοπίο, αφήνοντας ελεύθερα πολλά σκιρτήματα της φαντασίας, ή χαρτογραφώντας άμεσα το αστικό τοπίο που αντικρίζουν.
«Θεοί της Κυνουρίας και της Γορτυνίας/ τις Κυριακές, παρακαλώ σας τις Κυριακές/ διατηρείτε εύρυθμον την κυκλοφορίαν των οδών/ όταν βγαίνουν από τα σπίτια πάνω σε νοικιασμένα μηχανάκια/ εκείνοι οι φίλοι μου/ παιδιά της οικοδομής και του μηχανουργείου/ και χωρίς όνομα/ και χωρίς όνομα/ χάνονται κάτω από τον ήλιο». (Χρονάς)
«…θρύψαλα/ και τι ’ναι αυτές οι λέξεις/ με μουσική βγαλμένες κι από πού,/ όλο υποκοριστικά και τέτοια,/ μια γλώσσα νήπια που όλα/ τα θέλει του χεριού της, τα δέντρα/ γίνονται δεντράκια, το νερό…». (Γκανάς)
«Ιδού αυτή που πορεύεται παρασέρνοντας όργανα/ αβάσταχτης μουσικής/ ξηλώνοντας τον αρχαίο ρυθμό μ’ έναν καινούργιο στίχο/ μοιάζοντας με χαμένο πρόσωπο/ μες στην καυτή ανάσα της ηλικίας των δρόμων». (Πούλιος)
«παραπατήματα σαν άλογο πηδάνε πάνω μου, πάνω στον κοιμισμένο. κλείνω μια δεύτερη σειρά βλεφάρων, μαζεύω σαν σημαία τα προηγούμενα βλέφαρα, τα δίνω στο κορίτσι μου αριθμός δύο να τρέξει στο καθαριστήριο, μήπως προλάβουμε πριν το βράδυ. θα γυρίσει. κάτι μου λέει πως θα γυρίσει με τα βλέφαρα νούμερο ένα χωρίς λεκέ το κορίτσι μου αριθμός δύο». (Κακίσης)
«Μεθυσμένος ποιητής γράφει, βαθιά μεσάνυχτα ποίημα μεθυσμένο. Διαβάζοντάς το, αργότερα, ξεμέθυστος και υπό το φως του ήλιου, νιώθει βαθύτατη ντροπή και, δίχως δισταγμό, το σκίζει./ Όταν, ωστόσο, έρχεται ξανά η νύχτα, ακολουθούμενη από νέα μέθη, τον τρώνε οι τύψεις για το σκίσιμο αυτό, για τον αφανισμό μιας ύπαρξης, έστω λειψής, έστω χωλής, ύπαρξης όμως, και ξαναγράφει, εν είδει εξιλασμού, ένα καινούργιο μεθυσμένο ποίημα που, σίγουρα, ξεμέθυστος, θα σκίσει πάλι». (Χιόνης)
Ακολουθεί μια νεότερη ποιητική γενιά, η λεγόμενη Γενιά του ’80, κινούμενη ίσως περισσότερο συνετά, αποφεύγοντας τις όποιες ακρότητες, εκφραζόμενη συνήθως με χαμηλούς τόνους και καταφεύγοντας ενίοτε σε παρελθόντα λογοτεχνικά σχήματα και τρόπους. Φαίνεται ότι οι εκπρόσωποί της δεν αρέσκονται σε ακρότητες και πειραματισμούς, και μάλλον επιθυμούν είτε να αφηγηθούν ιστορίες από την καθημερινή ζωή μέσα στην πόλη, μετερχόμενοι υλικά του πεζού λόγου, είτε να συνομιλήσουν, με άνεση αλλά και σεβασμό, με τους αγαπημένους τους ποιητές του παρελθόντος. Σε ορισμένους δεν λείπει και μια προσέγγιση στα πολιτικά πράγματα της χώρας μας, μια κριτική του μεταπολιτευτικού πολιτικού τοπίου, και ένας διάλογος με θραύσματα της ιστορίας των τελευταίων πενήντα δεκαετιών. Ξεχωρίζουν οι: Ηλίας Λάγιος, Γιώργος Κοροπούλης, Διονύσης Καψάλης, Παντελής Μπουκάλας, Κωστής Γκιμοσούλης, Χάρης Βλαβιανός, Στρατής Πασχάλης, Γιώργος Κακουλίδης, Θάνος Σταθόπουλος, Γιάννης Τζώρτζης, Κλεοπάτρα Λυμπέρη, Διονύσης Μενίδης.
«Ό,τι διαλέγεις σε σκοτώνει/ είπε ο πεθαμένος/ κι έβαλε στο χέρι μου/ ένα μήλο». (Κακουλίδης)
«Δεν σηκώθηκα/ σ’ άφησα νά ’μπεις/ σαν αγέρι που φέρνει δροσιά». (Καψάλης)
«Στους στίχους μου δεν θέλω να διαβάσω/ πως όσοι ζούσαν χάθηκαν κι αυτοί./ Τις νύχτες που φοβάμαι μη σε χάσω/ κοιτάζω εμπρός μου τ’ άγραφο χαρτί». (Κοροπούλης)
«Το ωραίο φεγγάρι φωτογράφησα, τώρα που η νύχτα παίρνει πίσω ό,τι μου έδωσε και ό,τι ερωτεύτηκα το στρέφει εναντίον μου, το ωραίο φεγγάρι γεμίζοντας». (Σταθόπουλος).
«αυτός που έρχεται θα φύγει πάλι/ η τάξη δεν γίνεται ν’ αλλάξει// αλλά τον τρόπο των αισθήσεων έχω, είπε/ τώρα που ο κάτω κόσμος στα ψηλά με φέρνει/ κι ο φόβος μου δεν είναι φόβος». (Λυμπέρη)
«Εκεί στην μακρινότατη Αρζεντίνα/ η οδύνη του είναι η οικεία μας οδύνη/ (κάπου στο Μετς, Μουσούρου/ στην Αθήνα)./ Μ’ απόκαμ’ η ψυχούλα και της δίνει/ παρηγορία ψυχρή την κοκαΐνη./ Α, στην οθόνη κλίναμε το γόνα/ λέγοντας: ας χαρή λίγη γαλήνη,/ το περιστέρι ο Ντιέγκο Μαραντόνα». (Λάγιος)
«Ξέρεις να μένεις φυλακισμένη, ξέρεις να κρύβεις το πρόσωπό σου. Μου χάρισες κι απόψε μιαν ανυπόφορη ελευθερία: Δρόμοι της νύχτας, σκοτεινά αδιέξοδα κι άδειες πλατείες, απίστευτα βάθη που μακριά τους μένεις ασφαλής, ένα σκυλί, κι ένας μεθυσμένος μοιράζονται την ερημιά και την πλάνη. Έρημος και πλάνης μες σον καθρέφτη κι εγώ μοιράζομαι απόψε τη σιωπή σου». (Τζώρτζης)
Αξίζει, τέλος, να σημειώσουμε ότι υπάρχουν ποιητές που δεν έχουν ενταχθεί σε κάποια από τις παραπάνω γενιές (Ευγένιος Αρανίτσης, Γιώργος Βέλτσος κ.ά.). Άλλωστε, η κατάταξη ανά γενιές είναι μάλλον αυθαίρετη, και ίσως πρέπει με τον καιρό να εγκαταλειφθεί. Ένα άλλο ενδιαφέρον φαινόμενο είναι ότι πολλοί ποιητές μας είναι και εκδότες σημαντικών περιοδικών (Λέξη, Δέντρο, Γράμματα και Τέχνες, Ζάλη, Οδός Πανός, Πλανόδιο κ.ά.).
1
Μικρογραφία από κώδικα που βρίσκεται στο Άγιον Όρος. Πρόκειται για ρεαλιστικής τεχνοτροπίας έργο, από τα ελάχιστα δείγματα του είδους.
Η βάπτιση του Χριστού, δείγμα εξαίρετης τέχνης στην Περίβλεπτο του Μιστρά. Χρονολογείται στη δεύτερη πεντηκονταετία του 14ου αιώνα, είναι έργο Κωνσταντινουπολίτη καλλιτέχνη και διακρίνεται για τη μυστικοπάθεια, τη λυρικότητα και την ευγένειά του.
Ο Οδυσσέας Ελύτης, από τους σημαντικότερους ποιητές της νεότερης ελληνικής ποίησης (1911-1996).
Ο κορυφαίος ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης (1863 -1933). Σχέδιο του Τάκη Καλμούτσου.
Προσωπογραφία του Δάντη, έργο του Ραφαήλ στο Βατικανό.
Ο Καισάριος Δαπόντες (1714-1784). Στιχουργός και χρονογράφος από τη Σκόπελο. Οι εκατοντάδες χιλιάδες των στίχων του μαρτυρούν ιδιαίτερη στιχουργική ευχέρεια και ταλέντο λαϊκού αφηγητή.
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος (1901-1975), εκπρόσωπος του υπερ-ρεαλισμού στην Ελλάδα.
Παλαιοχριστιανικό ψηφιδωτό του 5ου αιώνα, από τη βασιλική Δουμετίου, στη Νικόπολη της Ηπείρου.
Προτομή του Θουκιδίδη, που βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Νεάπολης (Ιταλία).
Ο Άγγελος Σικελιανός σε νεαρή ηλικία.
Χειρόγραφο (αρχές του 6ου αιώνα) της Ιλιάδας (Αμβροσιανή Βιβλιοθήκη, Μιλάνο). Ο Τρωϊκός Πόλεμος αποτέλεσε πηγή έμπνευσης και για τη βυζαντινή λογοτεχνία.
Dictionary of Greek. 2013.